Η Παναγία η Μουχλιώτισσα, ο μόνος ναός της Πόλης που παραμένει στα χέρια των χριστιανών. |
Χριστός ένθρονος - Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος και ο γιος του Ανδρόνικος Β' στεφόμενοι από το Χριστό
Βαθιά μεσάνυχτα έφταναν τα νέα στο στρατόπεδο του
κυρ Μιχαήλ Παλαιολόγου πέρα εκεί στο Μετεώριον. Ο Αλέξιος Κομνηνός ο
Στρατηγόπουλος έλεγαν, από παραπυλίδα αφύλαχτη που βρήκαν οι
θεληματάριοι στα πέριξ της Θεοτόκου της Πηγής, μπήκε στην Πόλη, κατέλαβε
τους Πύργους και έδιωξε τους Φράγκους. Πρώτη έμαθε τα νέα η Ευλογία, η
αδελφή του αυτοκράτορα, που έσπευσε στον κοιτώνα του αυτοκράτορα:
“Κατέσχες ω! βασιλεύ την Κωνσταντινούπολιν”» του έκραξε.
«Ανάστηθι! Ο Χριστός σοι εχάρισε την Κωνσταντινούπολιν»
«Ανάστηθι! Ο Χριστός σοι εχάρισε την Κωνσταντινούπολιν»
Λίγες μέρες αργότερα ο Μιχαήλ Παλαιολόγος με τους
παλατιανούς και την κούρτη όλη εγγύς των Βλαχερνών, στρατοπέδευσε στη
μονή Κοσμιδίου και την 15η Αυγούστου του 1261, ανήμερα της Παναγιάς,
πραγματοποιήθηκε η όντως «θεοπρεπέστατη» και «βασιλικωτάτη» διά της
χρυσής πύλης θριαμβική είσοδος των Βυζαντινών. Προτού ξεκινήσουν,
«αφ΄υψηλού των πύργων» ο Γεώργιος Κλειδάς, μητροπολίτης Κυζίκου,
εξεφώνησε «γεγωνύια η φωνή» ευχές που επ΄ευκαιρία είχε συνθέσει ο
Γεώργιος Ακροπολίτης.
«Κατά την εκφώνησιν δ΄εκάστης, γινομένου διαλείμματος μικρού, ο αυτοκράτωρ αποβάλλων την καλύπτραν αυτού έπιπτε χαμαί γονυκλινής και μετ΄ αυτού όλον το παριστάμενον αναρίθμητον πλήθος. Ότε δε ο διάκονος εσήμαινε την ανέγερσιν, πάντες ανιστάμενοι εβόων εκατοντάκις ‘’ Κύριε ελέησον’’.
Της πομπής προπορευόταν η εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας και ακολουθούσε ο βασιλεύς πεζός μετά της Αυγούστης και των μεγιστάνων και μετά αυτούς σύμπας ο συρρεύσας λαός. Βάδισαν έτσι μέχρι της Μονής του Στουδίου, όπου εναπόθεσαν την εικόνα στα χέρια του ηγουμένου και, έφιπποι πλέον, πορεύτηκαν στην Αγιά Σοφιά, όπου τέλεσαν δοξολογία.
Η μεγαλόπρεπη αυτή πομπή αποτυπώθηκε σε αυτοκρατορικό μολυβδόβουλο που εικονίζει τον Μιχαήλ ολόσωμο, με διβητήριο και λώρο, να υψώνει στα χέρια του την εικόνα της Παναγιάς, ενώ τα χρυσά υπέρπυρα που έκοψε λίγο αργότερα, έφερναν εγχάρακτη στη σκυφωτή τους όψη τη δεόμενη Θεοτόκο τη Βλαχερνίτισσα, περιστοιχισμένη από τα τείχη και τους πύργους της Βασιλεύουσας.
Η θαυμαστή εκείνη εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας η ιστορημένη διά χειρός του Ευαγγελιστή Λουκά, φυλασσόταν στην ομώνυμη μονή των Οδηγών, που είχε ανεγείρει περίλαμπρη ο Μιχαήλ ο Μέθυσος, στη θέση παλαιότερου ναού στα χρόνια της Πουλχερίας. Τα ερείπια του καθολικού της, κτίσματος εξαγώνου, ήρθαν στο φως το 1923 από Γάλλους αρχαιολόγους και σώζονται πλάι στις στρατιωτικές αποθήκες και πλησίον των Μαγγάνων, μεταξύ της Αγίας Σοφίας και της Προποντίδας όπου και η ομώνυμη θαλάσσια, μοναστηριακή παραπυλίδα της Οδηγήτριας.
Την εικόνα, που μετά την απεγνωσμένη εκείνη λιτανεία που έγινε στα τείχη του Αγίου Ρωμανού είχαν εναποθέσει οι υπερασπιστές της Πόλης στην πλησίον μονή της Χώρας, κατατεμάχισαν οι στρατιές των Γενιτσάρων «χωρίσαντες εις τέσσερα» κατά τον Δούκα, «και γυμνώσαντες του πολλού αυτής κόσμου».
«Κατά την εκφώνησιν δ΄εκάστης, γινομένου διαλείμματος μικρού, ο αυτοκράτωρ αποβάλλων την καλύπτραν αυτού έπιπτε χαμαί γονυκλινής και μετ΄ αυτού όλον το παριστάμενον αναρίθμητον πλήθος. Ότε δε ο διάκονος εσήμαινε την ανέγερσιν, πάντες ανιστάμενοι εβόων εκατοντάκις ‘’ Κύριε ελέησον’’.
Της πομπής προπορευόταν η εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας και ακολουθούσε ο βασιλεύς πεζός μετά της Αυγούστης και των μεγιστάνων και μετά αυτούς σύμπας ο συρρεύσας λαός. Βάδισαν έτσι μέχρι της Μονής του Στουδίου, όπου εναπόθεσαν την εικόνα στα χέρια του ηγουμένου και, έφιπποι πλέον, πορεύτηκαν στην Αγιά Σοφιά, όπου τέλεσαν δοξολογία.
Η μεγαλόπρεπη αυτή πομπή αποτυπώθηκε σε αυτοκρατορικό μολυβδόβουλο που εικονίζει τον Μιχαήλ ολόσωμο, με διβητήριο και λώρο, να υψώνει στα χέρια του την εικόνα της Παναγιάς, ενώ τα χρυσά υπέρπυρα που έκοψε λίγο αργότερα, έφερναν εγχάρακτη στη σκυφωτή τους όψη τη δεόμενη Θεοτόκο τη Βλαχερνίτισσα, περιστοιχισμένη από τα τείχη και τους πύργους της Βασιλεύουσας.
Η θαυμαστή εκείνη εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας η ιστορημένη διά χειρός του Ευαγγελιστή Λουκά, φυλασσόταν στην ομώνυμη μονή των Οδηγών, που είχε ανεγείρει περίλαμπρη ο Μιχαήλ ο Μέθυσος, στη θέση παλαιότερου ναού στα χρόνια της Πουλχερίας. Τα ερείπια του καθολικού της, κτίσματος εξαγώνου, ήρθαν στο φως το 1923 από Γάλλους αρχαιολόγους και σώζονται πλάι στις στρατιωτικές αποθήκες και πλησίον των Μαγγάνων, μεταξύ της Αγίας Σοφίας και της Προποντίδας όπου και η ομώνυμη θαλάσσια, μοναστηριακή παραπυλίδα της Οδηγήτριας.
Την εικόνα, που μετά την απεγνωσμένη εκείνη λιτανεία που έγινε στα τείχη του Αγίου Ρωμανού είχαν εναποθέσει οι υπερασπιστές της Πόλης στην πλησίον μονή της Χώρας, κατατεμάχισαν οι στρατιές των Γενιτσάρων «χωρίσαντες εις τέσσερα» κατά τον Δούκα, «και γυμνώσαντες του πολλού αυτής κόσμου».
Εκατόν είκοσι Θεομητορικές εκκλησίες
Μιας άλλης ιστορικής Παναγίας το ερείπιο ορθώνεται λίγο
χαμηλότερα και βορειότερα της Αγίας Σοφίας με ενσωματωμένη ως πρόσφατα
την αψίδα της κόγχης του σε συνοικιακό κινηματογράφο. Στη
παλαιοχριστιανική αυτή βασιλική της Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων, που
ανέγειρε τον 5ο αιώνα ο Θεοδόσιος ο Μικρός και ανακαίνισε ο Βασίλειος ο
Μακεδών, κατερχόταν εκ του οίκου του ο Πατριάρχης και πάσα η Σύγκλητος
πεζή, μάγιστροι, πατρίκιοι, ανθύπατοι και οι από σκαραμαγκίου του
κουβικουλαρίου άρχοντες, πορευόταν πομπικώς και ο αυτοκράτωρ μέσω του
εμβόλου προς τα Χαλκοπράτεια και τελούσαν με λαμπρότητα μεγάλη τη Θεία
Λειτουργία κάθε 25η Μαρτίου, ημέρα του Ευαγγελισμού, με τον πατριάρχη
και τον αυτοκράτορα να προσεύχονται μπροστά στην Αγία Τράπεζα όπου
υπήρχε «εν χρυσή σωρώ αποτεθησαυρισμένη» η Τιμία Ζώνη της Θεομήτορος.
Σε ελάχιστη απόσταση από την Παναγία των Χαλκοπρατείων και πλησίον πάντα της Αγιωτάτης Μεγάλης Εκκλησίας βρισκόταν το μονύδριο της Παναγίας της Ευουρανιτίσσης που στους χρόνους του πατριάρχου Νείλου (1379-1388) γνώρισε κτήτορα και ανακαινιστή τον Γεώργιο Κουνάλη. Εδώ, «όπισθεν του ιερού βήματος του παμμεγίστου και θειοτάτου ναού του Θεού Λόγου Σοφίας» βρισκόταν και η μονή της Αειπαρθένου Μαρίας της Βαραγγιωτίσσης που ανακαίνισε στους χρόνους των Παλαιολόγων ο Γυραιός ο Μυροκέφαλος.
Στην άλλη άκρη τώρα της Πόλης, τα ερείπια μιας ιστορικής εκκλησίας, καθολικού της Ιεράς Μονής των Αβραμιτών όπου φυλασσόταν η θαυματουργή εικόνα της Αχειροποιήτου, εξαφανίστηκαν στα πέριξ εκεί της Χρυσής Πύλης και του Επταπυργίου. Στη μεγάλη θριαμβευτική είσοδο που είχε προγραμματίσει ο αυτοκράτωρ Νικηφόρος Φωκάς τον Αύγουστο του 963, αποβιβάστηκε εδώ στη αποβάθρα των Πηγών « διερχόμενος έξω του παρατειχίου» και «διά της πλακωτής στραφείς» ήλθε να προσκυνήσει στη Μονή των Αβραμιτών « την λεγόμενην Αχειροποίητον της Θεοτόκου».
Άλλα σημαντικά προσκυνήματα και μοναστήρια αφιερωμένα στη λατρεία της πολιούχου της Πόλης Θεοτόκου, υπήρξαν η Παναγία του Φάρου, πλησίον του Βουκολέοντος και του Ιερού Παλατίου, η Παναγία του Φόρου του Κωνσταντίνου, το ευκτήριο της Νικοποιού Θεοτόκου που αναφέρει ο Νικηφόρος Γρηγοράς, τα προσκυνήματα της Παυσολύπης και της Γοργοεπηκόου, της Κυριωτίσσης, της Θεοτόκου της Παυσολυτρίας, της Θεοσκεπάστου Θεοτόκου και της Παναχράντου. Ακόμα ονομαστά υπήρξαν τα ευκτήρια της Θεοτόκου Διακονίσσης, της Παναγίας Ευεργέτιδος, της Κεχαριτωμένης, η Μονή της Θεοτόκου Ψυχοσώστριας, της οποίας οι Σταυροφόροι άρπαξαν και μετέφεραν στη Δύση τα ιερά της κειμήλια.
Σε πατριαρχικά έγγραφα μνημονεύεται συχνά η εκκλησία της Καστελιώτισσας Παναγίας, η μονή της Κυρά Μαρίας, της Θεοτόκου της Μανδύλου, της Επουρανιωτίσσης, της Παρακοιμωμένης, της Κυρίτου, της Κελλαραίας… Εκατόν είκοσι περίπου οι Θεομητορικές εκκλησίες που καταγράφονται από ιστορικούς και τοπογράφους της μεσαιωνικής Κωνσταντινουπόλεως και τους συναξαριστές. Από αυτές ελαχιστες επέζησαν μέχρι τα χρόνια της Αλώσεως και έτι λιγότερες θα παρέμεναν στα χέρια των ραγιάδων Γραικών, καθώς έσπευδαν κάθε τόσο οι Οθωμανοί και κατελάμβαναν τη μία μετά την άλλη τις σημαντικότερες εκκλησίας, τις κτισμένες συνήθως στις πλέον δεσπόζουσες και περίοπτες θέσεις της επτάλοφης πολιτείας.
Σε ελάχιστη απόσταση από την Παναγία των Χαλκοπρατείων και πλησίον πάντα της Αγιωτάτης Μεγάλης Εκκλησίας βρισκόταν το μονύδριο της Παναγίας της Ευουρανιτίσσης που στους χρόνους του πατριάρχου Νείλου (1379-1388) γνώρισε κτήτορα και ανακαινιστή τον Γεώργιο Κουνάλη. Εδώ, «όπισθεν του ιερού βήματος του παμμεγίστου και θειοτάτου ναού του Θεού Λόγου Σοφίας» βρισκόταν και η μονή της Αειπαρθένου Μαρίας της Βαραγγιωτίσσης που ανακαίνισε στους χρόνους των Παλαιολόγων ο Γυραιός ο Μυροκέφαλος.
Στην άλλη άκρη τώρα της Πόλης, τα ερείπια μιας ιστορικής εκκλησίας, καθολικού της Ιεράς Μονής των Αβραμιτών όπου φυλασσόταν η θαυματουργή εικόνα της Αχειροποιήτου, εξαφανίστηκαν στα πέριξ εκεί της Χρυσής Πύλης και του Επταπυργίου. Στη μεγάλη θριαμβευτική είσοδο που είχε προγραμματίσει ο αυτοκράτωρ Νικηφόρος Φωκάς τον Αύγουστο του 963, αποβιβάστηκε εδώ στη αποβάθρα των Πηγών « διερχόμενος έξω του παρατειχίου» και «διά της πλακωτής στραφείς» ήλθε να προσκυνήσει στη Μονή των Αβραμιτών « την λεγόμενην Αχειροποίητον της Θεοτόκου».
Άλλα σημαντικά προσκυνήματα και μοναστήρια αφιερωμένα στη λατρεία της πολιούχου της Πόλης Θεοτόκου, υπήρξαν η Παναγία του Φάρου, πλησίον του Βουκολέοντος και του Ιερού Παλατίου, η Παναγία του Φόρου του Κωνσταντίνου, το ευκτήριο της Νικοποιού Θεοτόκου που αναφέρει ο Νικηφόρος Γρηγοράς, τα προσκυνήματα της Παυσολύπης και της Γοργοεπηκόου, της Κυριωτίσσης, της Θεοτόκου της Παυσολυτρίας, της Θεοσκεπάστου Θεοτόκου και της Παναχράντου. Ακόμα ονομαστά υπήρξαν τα ευκτήρια της Θεοτόκου Διακονίσσης, της Παναγίας Ευεργέτιδος, της Κεχαριτωμένης, η Μονή της Θεοτόκου Ψυχοσώστριας, της οποίας οι Σταυροφόροι άρπαξαν και μετέφεραν στη Δύση τα ιερά της κειμήλια.
Σε πατριαρχικά έγγραφα μνημονεύεται συχνά η εκκλησία της Καστελιώτισσας Παναγίας, η μονή της Κυρά Μαρίας, της Θεοτόκου της Μανδύλου, της Επουρανιωτίσσης, της Παρακοιμωμένης, της Κυρίτου, της Κελλαραίας… Εκατόν είκοσι περίπου οι Θεομητορικές εκκλησίες που καταγράφονται από ιστορικούς και τοπογράφους της μεσαιωνικής Κωνσταντινουπόλεως και τους συναξαριστές. Από αυτές ελαχιστες επέζησαν μέχρι τα χρόνια της Αλώσεως και έτι λιγότερες θα παρέμεναν στα χέρια των ραγιάδων Γραικών, καθώς έσπευδαν κάθε τόσο οι Οθωμανοί και κατελάμβαναν τη μία μετά την άλλη τις σημαντικότερες εκκλησίας, τις κτισμένες συνήθως στις πλέον δεσπόζουσες και περίοπτες θέσεις της επτάλοφης πολιτείας.
Βλαχερνήτισσα, Παμμακάριστος
Η Μονή Παναγίας της Παμμακαρίστου, έδρα του Πατριαρχείου μετά την άλωση και μέχρι το 1591
Η Παναγία των Βλαχερνών, ένας από τους πιο επιφανείς
θεομητορικούς ναούς της Βασιλεύουσας, που συχνά αναφέρεται από τους
συγγραφείς και τους συναξαριστές, καθώς εδώ εκκλησιάζοντο κατά τους
τελευταίους κυρίως αιώνες ο βασιλεύς και οι αυλικοί, πυρπολήθηκε κατά
μαρτυρία του ιστορικού Φραντζή το 1434 « υπό τινών αρχοντοπούλων
θεολόγων πιάσαι τινάς νεοττούς περιστερών». Την εκκλησία αυτή, που
υπεράνω της υψωνόταν τα υπερύψηλα ανάκτορα των Κομνηνών και των
Παλαιολόγων είχε ανεγείρει το 435 η Αυγούστα Πουλγερία και σε αυτή
φυλασσόταν το πάλαι η Τιμία Εσθής της Θεοτόκου που γνωρίζουμε ότι
μετακόμισαν από τη Γαλιλαία οι πατρίκιοι Γάλβιος και Κάνδιδος.
Ερειπωμένη βρήκαν τη Βλαχερνήτισσα και ουδέποτε την ορέχθησαν σε αντίθεση με τη Μονή της Παναχράντου που μετέβαλε σε τζαμί ο Φεναρή Ιησά στα τέλη του 15ου αιώνα και τη βασιλική Μονή του Μυρελαίου που κατέλαβε εκείνα τα χρόνια ο βεζίρης Μεσίχ Αλή Πασάς. Την μονή της Θεοτόκου του Λιβός, που «το πανταχόθεν της Πόλεως καταφανές» κτίσμα της εξαφάνισε κατά τα τέλη του 19ου αιώνα η μεγάλη φωτιά του Φατίχ, είχε μετατρέψει σε μεστζήτι, αμέσως μετά την Άλωση, ο αρχιερουργός του Μωάμεθ του Πορθητή Αλή Εφέντης. Παρέμεινε όμως στα χρόνια των Γραικών η Παμμακάριστος Παναγία, εκεί στα υψώματα του Διπλοφάναρου και του Ποτηρά, και σε αυτήν μετέφεραν οι ραγιάδες Γραικοί το πατριαρχείο μετά την άλωση «εκβάλλοντας εδώ ενδιαιτωμένας ολιγίστας μοναχάς εις την πλησίον εκκλησίαν του Ιωάννη Βαπτιστού του εν τωΤρούλω».
Η Παμμακάριστος θα παρέμενε στα χέρια των χριστιανών χρόνους 138. Επ΄ ευκαιρία του χιλιοστού έτους της Αιγείρας οι Τούρκοι την κατέλαβαν το 1591 μετατρέποντας το καθολικό της Φετχιέ τζαμί. Οι χριστιανοί μετέφεραν τότε όλα τα φυλασσόμενα λειψανα και την εικόνα της Παμμακαρίστου αλλά και την λάρνακα του κυρ Αλεξίου του Κομνηνού, και τα εναπόθεσαν ύστερα από περιπλανήσεις στο Διπλοφάναρο, εκεί στο κάστρον του Πετρίου, και έγινε προς στιγμή σκέψις και πάρθηκε απόφασις πατριαρχική και συνοδική «το εν τω νέω πατριαρχείω ναόν του Αγίου Γεωργίου εις τιμή της Αειπαρθένου Μαρίας να τιμάται, εις μνήμην δηλαδή του εν τω προτέρω Πατριαρχείω ναού της Παμμακαρίστου…»
Χάθηκαν τότε, στους μετά την Άλωσιν αιώνες, και άλλες εκκλησίες που είχαν παραμείνει στα χέρια των Ρωμιών, χάθηκε η παλιά εκείνη Θεοτόκος της Βλάγγας, έσβησε μαζί με την ενορία της η περατική Παναγία η Καστελιώτισσα, αγνοείται ως και η θέση της «μικράς» Παναγίας της Παλαιολογίνας, εκεί στα πέριξ του πατριαρχικού ναού, που τη λειτουργούσαν ακόμα στα 1669 και στην οποία φυλασσόταν η εικόνα της Παναγίας της Μαγκουριωτίσσης «ην επόθει να μετακομίση εις Κωνσταντινουπόλιν Άννα η Ασπιέτισσα», στα τελευταία δύσκολα χρόνια των Παλαιολόγων.
Ερειπωμένη βρήκαν τη Βλαχερνήτισσα και ουδέποτε την ορέχθησαν σε αντίθεση με τη Μονή της Παναχράντου που μετέβαλε σε τζαμί ο Φεναρή Ιησά στα τέλη του 15ου αιώνα και τη βασιλική Μονή του Μυρελαίου που κατέλαβε εκείνα τα χρόνια ο βεζίρης Μεσίχ Αλή Πασάς. Την μονή της Θεοτόκου του Λιβός, που «το πανταχόθεν της Πόλεως καταφανές» κτίσμα της εξαφάνισε κατά τα τέλη του 19ου αιώνα η μεγάλη φωτιά του Φατίχ, είχε μετατρέψει σε μεστζήτι, αμέσως μετά την Άλωση, ο αρχιερουργός του Μωάμεθ του Πορθητή Αλή Εφέντης. Παρέμεινε όμως στα χρόνια των Γραικών η Παμμακάριστος Παναγία, εκεί στα υψώματα του Διπλοφάναρου και του Ποτηρά, και σε αυτήν μετέφεραν οι ραγιάδες Γραικοί το πατριαρχείο μετά την άλωση «εκβάλλοντας εδώ ενδιαιτωμένας ολιγίστας μοναχάς εις την πλησίον εκκλησίαν του Ιωάννη Βαπτιστού του εν τωΤρούλω».
Η Παμμακάριστος θα παρέμενε στα χέρια των χριστιανών χρόνους 138. Επ΄ ευκαιρία του χιλιοστού έτους της Αιγείρας οι Τούρκοι την κατέλαβαν το 1591 μετατρέποντας το καθολικό της Φετχιέ τζαμί. Οι χριστιανοί μετέφεραν τότε όλα τα φυλασσόμενα λειψανα και την εικόνα της Παμμακαρίστου αλλά και την λάρνακα του κυρ Αλεξίου του Κομνηνού, και τα εναπόθεσαν ύστερα από περιπλανήσεις στο Διπλοφάναρο, εκεί στο κάστρον του Πετρίου, και έγινε προς στιγμή σκέψις και πάρθηκε απόφασις πατριαρχική και συνοδική «το εν τω νέω πατριαρχείω ναόν του Αγίου Γεωργίου εις τιμή της Αειπαρθένου Μαρίας να τιμάται, εις μνήμην δηλαδή του εν τω προτέρω Πατριαρχείω ναού της Παμμακαρίστου…»
Χάθηκαν τότε, στους μετά την Άλωσιν αιώνες, και άλλες εκκλησίες που είχαν παραμείνει στα χέρια των Ρωμιών, χάθηκε η παλιά εκείνη Θεοτόκος της Βλάγγας, έσβησε μαζί με την ενορία της η περατική Παναγία η Καστελιώτισσα, αγνοείται ως και η θέση της «μικράς» Παναγίας της Παλαιολογίνας, εκεί στα πέριξ του πατριαρχικού ναού, που τη λειτουργούσαν ακόμα στα 1669 και στην οποία φυλασσόταν η εικόνα της Παναγίας της Μαγκουριωτίσσης «ην επόθει να μετακομίση εις Κωνσταντινουπόλιν Άννα η Ασπιέτισσα», στα τελευταία δύσκολα χρόνια των Παλαιολόγων.
Εναπομείναντες ναοί
Από όσους θεομητορικούς ναούς και προσκυνήματα παρέμειναν
στα χέρια της Ρωμιοσύνης ως σήμερα, δώδεκα σώζονται εντός των ορίων της
παλαιάς περιτειχισμένης Πόλης και ασφαλώς έχουν βυζαντινή την καταγωγή.
Τα κτίσματά τους, πλην ενός, είναι μεταγενέστερα, αρχιτεκτονήματα,
κλασικά των πρόσφατων αιώνων. Αιτία των απωλειών οι σεισμοί και οι
συνεχείς καταστροφικές πυρκαγιές που κατέκαιγαν κατά καιρούς από ακρη
σ΄άκρη την επτάλοφη πολιτεία. Και «ευμενεία μεν των αρχόντων» δινόταν
συνήθως άδεια ανοικοδομήσεως, καθώς όμως υπήρχε όρος ρητός να
ολοκληρωθεί το έργο σε μέρες τεσσαράκοντα, «έτι δε τους επιτρόπους και
τεχνίτας επι τω πλείστω αφιλοκαλίαν διέκρινεν ανεπίληπτος» ήταν επόμενο
να αφανίζεται το παλιό των εκκλησιών κάλλος και «οι άλλοτε τρούλοι και
διάκοσμοι μουσειακοί» να παραμένουν μόνο ζωντανοί στη μνήμη των παλιών
τους ενοριτών.
Όλοι σχεδόν σήμερα οι ναοί είναι βασιλικές ξυλόστεγες, δείγματα χαρακτηριστικά μιας αρχιτεκτονικής των χρόνων της τουρκοκρατίας, και ασφαλώς νοσταλγική εξαίρεση αποτελεί η Θεοτόκος των Μουγουλίων ή των Μογγολίων, η γνωστή ως Παναγία η Μουχλιώτισσα, που συνεχίζει να ορθώνει πάνω από το Διπλοφάναρο τον βυζαντινό της τρούλο. Ονομαστή ως Παναγιώτισσα από τους χρόνους του Νικηφόρου Φωκά, ανακαινίστηκε και προικίστηκε πλουσιοπάροχα λήγοντος του 13ου αιώνος από τη Μαρία Παλαιολογίνα, νόθο κόρη του αυτοκράτορα Μιχαήλ του Η΄,την οποία αποκαλούσαν οι Γραικορωμαίοι «Δέσποινα των Μογγολίων» από τον άτυχο εκείνο και για πολιτικούς λογούς γάμο της με τον χάνη των Μογγόλων Απαγάν.
Λίγο χαμηλότερα, πάνω από το αγιοταφικό μετόχι και εντός της πάλαι ποτέ «κούρτης» των ηγεμόνων της Βλαχίας βρίσκεται το ερείπιο της Θεοτόκου της Παραμυθίας, μιας εκκλησίας ευρύτερα γνωστής ως Βλαχ Σεράγι που κάηκε μόλις το 1972. Μια άλλη θεομητορική εκκλησία κατά μήκος των τειχών του Κεράτιου κόλπου και πλησίον της παλατιανής καστρόπορτας των Κυνήγων, η Παναγία του Μπαλίνου, διασώζει ίσως ακόμη τη μνήμη του άρχοντα μαγίστρου Παυλίνου, ενώ στην άκρα εκεί του Πενταπυργίου και της Ξυλοπόρτης, ψηλότερα από το ιστορικό λούσμα των Βλαχερνών, στον απόμακρο συνοικισμό των Καλλιγαρίων βρίσκεται η Παναγία της Σούδας, κτισμένη πάνω από αγίασμα τιμώμενο επ΄ ονόματι της Τιμίας Ζώνης Θεοτόκου.
Ακόμα ψηλότερα στα πέριξ της πύλης του Εδιρνέκαπου διασώζονται δύο άλλες θεομητορικές εκκλησίες, η Παναγία η Χαντζερλήδισσα και η κυρά των Ουρανών, που πιθανόν κατέχει τη θέση ή διαφυλάσσει τη μνήμη της Θεοτόκου του Καιουμά. Μια τρίτη, εξαφανισμένη σήμερα, η Θεοτόκος της Κελλαρίας ή Σακελλαρίας, στην περιοχή της Πέτρας, ταυτίζεται με το αναστηλωμένο πρόσφατα Odalar camii, στα ερείπια του οποίου και σε υπόγειο εκεί αγίασμα προσέτρεχαν οι χριστιανοί μέχρι και τις αρχές του αιώνα. Μια επίσης εξαφανισμένη εκκλησία στα πέριξ εδώ, η Παναγία του Αραμπατζή συνέχισε να λειτουργεί και να έχει τη δική της φτωχική ενορία, τουλάχιστον μέχρι το 1764.
Όλοι σχεδόν σήμερα οι ναοί είναι βασιλικές ξυλόστεγες, δείγματα χαρακτηριστικά μιας αρχιτεκτονικής των χρόνων της τουρκοκρατίας, και ασφαλώς νοσταλγική εξαίρεση αποτελεί η Θεοτόκος των Μουγουλίων ή των Μογγολίων, η γνωστή ως Παναγία η Μουχλιώτισσα, που συνεχίζει να ορθώνει πάνω από το Διπλοφάναρο τον βυζαντινό της τρούλο. Ονομαστή ως Παναγιώτισσα από τους χρόνους του Νικηφόρου Φωκά, ανακαινίστηκε και προικίστηκε πλουσιοπάροχα λήγοντος του 13ου αιώνος από τη Μαρία Παλαιολογίνα, νόθο κόρη του αυτοκράτορα Μιχαήλ του Η΄,την οποία αποκαλούσαν οι Γραικορωμαίοι «Δέσποινα των Μογγολίων» από τον άτυχο εκείνο και για πολιτικούς λογούς γάμο της με τον χάνη των Μογγόλων Απαγάν.
Λίγο χαμηλότερα, πάνω από το αγιοταφικό μετόχι και εντός της πάλαι ποτέ «κούρτης» των ηγεμόνων της Βλαχίας βρίσκεται το ερείπιο της Θεοτόκου της Παραμυθίας, μιας εκκλησίας ευρύτερα γνωστής ως Βλαχ Σεράγι που κάηκε μόλις το 1972. Μια άλλη θεομητορική εκκλησία κατά μήκος των τειχών του Κεράτιου κόλπου και πλησίον της παλατιανής καστρόπορτας των Κυνήγων, η Παναγία του Μπαλίνου, διασώζει ίσως ακόμη τη μνήμη του άρχοντα μαγίστρου Παυλίνου, ενώ στην άκρα εκεί του Πενταπυργίου και της Ξυλοπόρτης, ψηλότερα από το ιστορικό λούσμα των Βλαχερνών, στον απόμακρο συνοικισμό των Καλλιγαρίων βρίσκεται η Παναγία της Σούδας, κτισμένη πάνω από αγίασμα τιμώμενο επ΄ ονόματι της Τιμίας Ζώνης Θεοτόκου.
Ακόμα ψηλότερα στα πέριξ της πύλης του Εδιρνέκαπου διασώζονται δύο άλλες θεομητορικές εκκλησίες, η Παναγία η Χαντζερλήδισσα και η κυρά των Ουρανών, που πιθανόν κατέχει τη θέση ή διαφυλάσσει τη μνήμη της Θεοτόκου του Καιουμά. Μια τρίτη, εξαφανισμένη σήμερα, η Θεοτόκος της Κελλαρίας ή Σακελλαρίας, στην περιοχή της Πέτρας, ταυτίζεται με το αναστηλωμένο πρόσφατα Odalar camii, στα ερείπια του οποίου και σε υπόγειο εκεί αγίασμα προσέτρεχαν οι χριστιανοί μέχρι και τις αρχές του αιώνα. Μια επίσης εξαφανισμένη εκκλησία στα πέριξ εδώ, η Παναγία του Αραμπατζή συνέχισε να λειτουργεί και να έχει τη δική της φτωχική ενορία, τουλάχιστον μέχρι το 1764.
Η πυρπολημένη κατά τα Σεπτεμβριανά Παναγία η Βελιγραδινή
Δυτικότερα και πολύ κοντά της έξω των τειχών θεμελιωμένης
από τον Λέοντα τον Θράκα Σταυροπηγιακής Μονής της Ζωοδόχου Πηγής, της
γνωστής ως Παναγίας του Βαλουκλή, εκτεινόταν κατά μήκος του Θεοδοσιανού
τείχους η ενορία της άτυχης εκείνης εκκλησίας της Παναγίας της
Βελιγραδινής, που είχε παραχωρηθεί μετά την άλωση στους Σέρβους
σουργούνηδες τους οποίους είχε μετοικήσει στην άκρα εδώ της Επτάλοφης ο
Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής. Γειτόνευε με την ενορία μιας ακόμα
πυρπολημένης κατά τα Σεπτεμβρινά εκκλησίας, της Παναγίας της
Γοργοεπηκόου των Έξι Μαρμάρων που ταυτίζεται ως προς την θέση με τον
αρχαίο εν Εξικιονίω ναό της Θεοτόκου του Κύρου. Μια άλλη εκκλησία στον
έβδομο εδώ λόφο της Βασιλεύουσας, η Παναγία η Χρυσαληθινή, μετά τη
θεομηνία εκείνη του 1782, όταν «εκ της Πόλεως τα τέσσερα τα μερτικά, τα
τρία εκαήκαν» επανακτίζεται και παραμένει έκτοτε γνωστή ως Αγία
Ανάληψις.
Πορευόμενοι τώρα κατά μήκος των παραλίων τειχών της Προποντίδας θα συναντήσουμε στο Κοντοσκάλι τον περίκομψο ναό της Παναγίας Ελπίδας, που διασώζει τη μνήμη της ιστορικής εκείνης μονής της Βεβαίας Ελπίδος, κατά το Επτάσκαλον, την οποίαν ανέγειρε η κόρη Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου Θεοδώρα, που μόνασε και ετάφη σε αυτήν ως μοναχή Θεοδούλη. Συνόρευε η ενορία Κοντοσκαλίου με τα Πεκιάρικα της πρώτης τη τάξει ενορίας της Αγιάς, στην επικράτεια της οποίας και στα πάλαι ποτε Σφωρακίου, βρίσκεται το Ιερό εν Βέφα αγίασμα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου προσκήνυμα πλουτοφόρο και ιστορικό που, όπως πιστεύεται προσδιορίζει τη θέση ευκτηρίου Οίκου της Θεοτόκου που ανήγειρε ο πολύς Σφωράκιος, ο οποίος άκμασε κατά τις βασιλείες των Αρκαδίου, Θεοδοσίου του Β΄ και Μαρκιανού.
Πορευόμενοι τώρα κατά μήκος των παραλίων τειχών της Προποντίδας θα συναντήσουμε στο Κοντοσκάλι τον περίκομψο ναό της Παναγίας Ελπίδας, που διασώζει τη μνήμη της ιστορικής εκείνης μονής της Βεβαίας Ελπίδος, κατά το Επτάσκαλον, την οποίαν ανέγειρε η κόρη Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου Θεοδώρα, που μόνασε και ετάφη σε αυτήν ως μοναχή Θεοδούλη. Συνόρευε η ενορία Κοντοσκαλίου με τα Πεκιάρικα της πρώτης τη τάξει ενορίας της Αγιάς, στην επικράτεια της οποίας και στα πάλαι ποτε Σφωρακίου, βρίσκεται το Ιερό εν Βέφα αγίασμα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου προσκήνυμα πλουτοφόρο και ιστορικό που, όπως πιστεύεται προσδιορίζει τη θέση ευκτηρίου Οίκου της Θεοτόκου που ανήγειρε ο πολύς Σφωράκιος, ο οποίος άκμασε κατά τις βασιλείες των Αρκαδίου, Θεοδοσίου του Β΄ και Μαρκιανού.
Απέναντι τώρα στην Περατία του Γαλάτου, εννέα υπήρξαν οι
«Περατικές» εκκλησίες που παρέμειναν μετά την άλωση στα χέρια των
Γραικών, ανάμεσα τους η Παναγία η Καστελιώτισσα, η Παναγία η Χρυσοπηγή
και η Παναγία η Ελεούσα, εκκλησίες που αφάνισαν οι φοβεροί εκείνοι
«εμπειρισμοί» που κατέκαψαν τις ενορίες των Γαλατιανών. Μια τέταρτη εδώ
θεομητορική εκκλησία η Παναγία η Καφατιανή κτίστηκε αμέσως μετά την
άλωση με διαταγή του Μωάμεθ του Πορθητή, όταν το 1462 μετοίκησε
κατοίκους του Καφφά για να επανδρώσει του έρημους συνοικισμούς της
περιοχής. Όριζε η Παναγία η Καφατιανή και όλα τα υψώματα της Περαίας,
μέχρι το 1908, οπότε ανεγείρεται κατά το σταυροδρόμι η Εκκλησία των
Εισοδίων της Θεοτόκου.
Σάββατο, 2 Αυγούστου 2014
Η Παναγία και ο Λαός
του Φώτη Κόντογλου
Από το βιβλίο «Παναγία και Υπεραγία» ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΜΟΣ
Από το βιβλίο «Παναγία και Υπεραγία» ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΜΟΣ
Ρωμηοσύνη και Ορθοδοξία είναι ένα πράγμα.
Για να μην πάρω τους πολύ παληούς, παίρνω δυο τρεις από
εκείνους πού αγωνισθήκανε για την ελευθερία της Ελλάδας, πού όποτε
μιλάνε για τη λευτεριά, μιλάνε και για τη θρησκεία.
Ο Ρήγας Φεραίος λέγει: «Να κάνουμε τον όρκο / απάνω στο Σταυρό". Ένας άλλος ποιητής γράφει: «Για της πατρίδας την ελευθερία / για του Χρίστου την πίστη την αγία / γι' αυτά τα δύο πολεμώ, / μ' αυτά να ζήσω επιθυμώ_ / κι αν δεν τα αποχτήσω / τι μ' ωφελεί να ζήσω;»
Του Σολωμού η ψυχή είναι θρεμμένη με τη θρησκεία, γι' αυτό μοσκοβολούνε τα ποιήματα του από δαύτη. Κι αυτή τη μοσκοβολιά τη νιώθει κανένας στην Ημέρα της Λαμπρής, στη Δέηση της Μαρίας, στη Φαρμακωμένη, Εις Μοναχήν, στον Ύμνο της Ελευθερίας, στο Διάλογο και σε πολλά άλλα
Οι αγράμματοι ποιητές των βουνών, μέσα στα τραγούδια πού κάνανε, και που δε θα τα φτάξει ποτέ κανένας γραμματιζούμενος, μιλάνε κάθε τόσο για τη θρησκεία μας, για το Χριστό, για την Παναγιά, για τους δώδεκα Αποστόλους, για τους αγίους. Πολλές παροιμίες και ρητά και λόγια που λέγει ο λαός μας, είναι παρμένα από τα γράμματα της Εκκλησίας. Η Ρωμηοσύνη είναι ζυμωμένη με την Ορθοδοξία, γι' αυτό Χριστιανός κ' Έλληνας ήτανε το ίδιο. Από τότε που γινήκανε χριστιανοί οι Έλληνες, πήρανε στα χέρια τους τη σημαία του Χρίστου και την κάνανε σημαία δική τους: Πίστις και Πατρίς! Ποτάμια ελληνικό αίμα χυθήκανε για την πίστη του Χριστού, από τα χρόνια του Νέρωνα και του Διοκλητιανού, έως τα 1838, πού μαρτύρησε ο άγιος Γεώργιος ο εξ Ιωαννίνων.
Ποια άλλη φυλή υπόφερε τόσα μαρτύρια για το Χριστό; Αυτό το ακατάλυτο έθνος πού έπρεπε να πληθύνει και να καπλαντίσει τον κόσμο, απόμεινε ολιγάνθρωπο γιατί αποδεκατίσθηκε επί χίλια οχτακόσια χρόνια από φυλές χριστιανομάχες.
Αγιασμένη Ελλάδα! Είσαι αγιασμένη, γιατί είσαι βασανισμένη. Κι η κάθε γιορτή σου μνημονεύει κ' ένα μαρτύριο σου. Τα πάθη του Χριστού τα 'κανες δικά σου πάθη, τα μαρτύρια των Αγίων είναι δικά σου μαρτύρια. Ο δικός σου ο κλήρος στάθηκε η πίκρα. Θλίβεσαι με τον Χριστό, θλίβεσαι με την Παναγιά, μαρτυράς μαζί με τους μάρτυρες της πίστης κι ολοένα κλαις σαν θρηνητικό τρυγόνι στα αγιασμένα μνημούρια πού 'ναι φυτρωμένα απάνω τους αγριοχόρταρα και φλυσκούνια. Πλην η θλίψη σου εσένα είναι κάποια θλίψη χαροποιά, γεμάτη ελπίδα κι αθανασία. «Και γαρ εν όψει ανθρώπων εάν κολασθώσιν, η ελπίς αυτών αθανασίας πλήρης» κατά τον Σολομώντα. Αυτό είναι το «χαροποιόν πένθος», η «χαρμολύπη» πού λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Είναι η αληθινή χαρά πού ξαγοράζεται μονάχα με τον πόνο.
Σήμερα γιορτάζουμε την ένδοξη Κοίμηση της Παναγίας. Σ' αμέτρητες εκκλησίες και μοναστήρια χτυπούνε οι καμπάνες και ψέλνουνε οι ψαλτάδες. Τα πιο πολλά είναι στης Παναγίας τ' όνομα, και πανηγυρίζουνε σήμερα την Κοίμηση της Θεοτόκου. Μα αυτή δεν είναι γιορτή θανάτου, είναι γιορτή χαράς και θρίαμβος, γιατί αυτή που κοιμήθηκε είναι η Μητέρα της Ζωής, όπως λέγει εκείνο το θεσπέσιο δοξαστικό πού λένε σήμερα στη Λειτουργία: «Τη αθανάτω σου κοιμήσει Θεοτόκε μήτηρ της ζωής, νεφέλαι τους αποστόλους αιθέριους διήρπαζον και κοσμικώς διεσπαρμένους, ομοχώρους παρέστησαν τω αχράντω σου σώματι, ο και κηδεύσαντες σεπτώς, την φωνήν του Γαβριήλ μελωδούντες ανεβόων. Χαίρε, κεχαριτωμένη παρθένε, μήτερ ανύμφευτε, ο Κύριος μετά σου. Μεθ' ων, ως Υιός σου και θεόν ημών ικέτευε σωθήναι τας ψυχάς ημών».
Σήμερα όλη η Ελλάδα μοσχοβολά από το ευωδέστατο σκήνωμα της Παναγίας, που είναι η μητέρα των ορφανεμένων, η ελπίδα των απελπισμένων, η χαρά των θλιμμένων, το ραβδί των τυφλών, η άγκυρα των θαλασσοδαρμένων. Κι απ' άκρη σε άκρη της Ελλάδας, στις πολιτείες, στα χωριά, στα μοναστήρια και στις σκήτες, απάνω στα δασωμένα βουνά, στα λαγκάδια, στις σπηλιές, στα γαλανά τα κύματα που δροσοαφρίζουνε από τον πελαγίσιον αγέρα, στα νησιά και στα ρημόνησα, στους κάβους, παντού αντιλαλεί η υμνολογία που ψέλνουνε οι ψαλτάδες για την ταπεινή βασίλισσα που κοιμήθηκε. Το μελτέμι που φυσά τώρα το Δεκαπενταύγουστο και δροσίζει τον κόσμο τα δεντρικά που 'ναι φορτωμένα με λογής λογής πωρικά, τα άγρια τα ρουμάνια, με τις αντρειωμένες βαλανιδιές και με τα έλατα και με τα κέδρα, τα άσπρα σύννεφα που αρμενίζουνε στον γαλανό ουρανό, όλα είναι χαροποιά και μακάρια, όλα είναι ιλαρά από την γλυκύτητα της Παναγίας. Στα πέλαγα ταξιδεύουνε λογής-λογής καράβια και καΐκια πώχουνε γραμμένο απάνω στο μάγουλο τους το γλυκύτατο τ' όνομα της. Ω! Αληθινά δική μας είναι η Παναγία, δικό μας είναι το Ρόδον το Αμάραντον!
Ποιος θα μπορούσε να την υμνήσει όπως την υμνολογήσανε οι υμνωδοί της Εκκλησίας μας; Αρχαγγελικές σάλπιγγες θαρρείς πώς ακούγονται παντού, με ύψος και με σεμνότητα, μ' ένα κάλλος πνευματικό που βρίσκεται μονάχα στην Ορθοδοξία.
Στον Εσπερινό της παραμονής ψέλνουνε τούτα τα τροπάρια που γεμίζουνε την ψυχή μας με κάποιον αγιασμένον ενθουσιασμό: «Ω του παραδόξου θαύματος! Η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται, και κλίμαξ προς ουρανόν ο τάφος γίνεται. Ευφραίνου, Γεσθημανή, της Θεοτόκου το άγιον τέμενος. Βοήσωμεν οι πιστοί, τον Γαβριήλ κεκτημένοι ταξίαρχον Κεχαριτωμένη χαίρε, μετά σου ο Κύριος, ο παρέχων τω κοσμώ δια σου το μέγα έλεος».
Από τι καρδιές, από τι χρυσά σπλάχνα εβγήκε τούτος ο πλούτος! Εδώ δεν είναι συνταίριασμα τεχνικό από λόγια κι από ήχους. Εδώ είναι αληθινά «η φωνή του Γαβριήλ μελωδούντος» από τας ουράνιους αψίδας, ύμνος αθανασίας.
Αμή εκείνη η θ' ωδή που λέγει: «Νενίκηνται της φύσεως οι όροι εν σοι, Παρθένε άχραντε, παρθενεύει γαρ τόκος, και ζωήν προμνηστεύεται θάνατος. Η μετά τόκον παρθένος και μετά θάνατον ζώσα, ζώσα, σώζοις αεί, Θεοτόκε, την κληρονομιών σου». Η εκείνο το απολυτίκιο που είναι σοβαρό και γλυκό σαν το εικόνισμα της: «Εν τη γεννήσει την παρθενίαν, εφύλαξας, εν τη κοιμήσει, τον κόσμων ου κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης προς την ζωήν, μήτηρ υπάρχουσα της ζωής, και ταις πρεσβείαις ταις σαις λυτρουμένη εκ θανάτου τας ψυχάς ημών».
Η ο α' ειρμός στις Καταβασίες που λέγει: «Πεποικιλμένη τη θεία δόξη η ιερά και ευκλεής, Παρθένε, μνήμη σου, πάντας συνηγάγετο προς ευφροσύνην τους πιστούς, εξαρχούσης Μαριάμ, μετά χορών και τύμπανων τω σω άδοντες μονογενεί, ενδόξως ότι δεδόξασται».
Από τούτη την άγια μέθη, που μεταδίνει η «Πεποικιλμένη», μέθυσε κι ο αγιασμένος γλάρος της Σκιάθου, κ' έγραψε τους καημούς του Δεκαπενταύγουστου σκιρτώντας από την αγγελική υμνωδία που άκουγε μυστικά, καθισμένος μπροστά στ' αφρισμένο πέλαγο, «ο φιλέρημος γέρων».
Από το ίδιο νέκταρ της Παναγίας μέθυσε κι ο Σολωμός και ψέλνοντας και κείνος με ενθουσιασμό την Πεποικιλμένη, έγραψε στον Ύμνο της Ελευθερίας τούτα τα λόγια:
Ακολουθεί την αρμονία η αδελφή του Ααρών, η προφήτισσα Μαρία μ' ένα τύμπανον τερπνόν. Και πηδούν όλες οι κόρες με τσ' αγκάλες ανοικτές τραγουδώντας ανθοφόρες με τα τύμπανα κ' εκείνες.
Η Μαριάμ, η συνονόματη της Παναγίας, ήτανε η αδελφή του Ααρών, που άρχισε να ψέλνει για να φχαριστήσει το θεό, που καταπόντισε τον Φαραώ στην Ερυθρή θάλασσα. Και τη συντροφεύανε οι άλλες οι κόρες, χορεύοντας και παίζοντας τα τύμπανα. «Λαβούσα δε Μαριάμ η προφήτις, η αδελφή του Ααρών, το τύμπανον εν τη χειρί αυτής, και εξήλθοσαν πάσαι αι γυναίκες οπίσω αυτής μετά τύμπανων και χορών (Εξοδ. ιε', 20).
Αυτή είναι η αγιασμένη Ελλάδα, κι από το γάλα της βυζάξανε και θραφήκανε οι ποιητές της, το γάλα της Παναγίας.
Εμείς αυτό το γάλα το συχαθήκαμε, αλίμονο!
Ο Ρήγας Φεραίος λέγει: «Να κάνουμε τον όρκο / απάνω στο Σταυρό". Ένας άλλος ποιητής γράφει: «Για της πατρίδας την ελευθερία / για του Χρίστου την πίστη την αγία / γι' αυτά τα δύο πολεμώ, / μ' αυτά να ζήσω επιθυμώ_ / κι αν δεν τα αποχτήσω / τι μ' ωφελεί να ζήσω;»
Του Σολωμού η ψυχή είναι θρεμμένη με τη θρησκεία, γι' αυτό μοσκοβολούνε τα ποιήματα του από δαύτη. Κι αυτή τη μοσκοβολιά τη νιώθει κανένας στην Ημέρα της Λαμπρής, στη Δέηση της Μαρίας, στη Φαρμακωμένη, Εις Μοναχήν, στον Ύμνο της Ελευθερίας, στο Διάλογο και σε πολλά άλλα
Οι αγράμματοι ποιητές των βουνών, μέσα στα τραγούδια πού κάνανε, και που δε θα τα φτάξει ποτέ κανένας γραμματιζούμενος, μιλάνε κάθε τόσο για τη θρησκεία μας, για το Χριστό, για την Παναγιά, για τους δώδεκα Αποστόλους, για τους αγίους. Πολλές παροιμίες και ρητά και λόγια που λέγει ο λαός μας, είναι παρμένα από τα γράμματα της Εκκλησίας. Η Ρωμηοσύνη είναι ζυμωμένη με την Ορθοδοξία, γι' αυτό Χριστιανός κ' Έλληνας ήτανε το ίδιο. Από τότε που γινήκανε χριστιανοί οι Έλληνες, πήρανε στα χέρια τους τη σημαία του Χρίστου και την κάνανε σημαία δική τους: Πίστις και Πατρίς! Ποτάμια ελληνικό αίμα χυθήκανε για την πίστη του Χριστού, από τα χρόνια του Νέρωνα και του Διοκλητιανού, έως τα 1838, πού μαρτύρησε ο άγιος Γεώργιος ο εξ Ιωαννίνων.
Ποια άλλη φυλή υπόφερε τόσα μαρτύρια για το Χριστό; Αυτό το ακατάλυτο έθνος πού έπρεπε να πληθύνει και να καπλαντίσει τον κόσμο, απόμεινε ολιγάνθρωπο γιατί αποδεκατίσθηκε επί χίλια οχτακόσια χρόνια από φυλές χριστιανομάχες.
Αγιασμένη Ελλάδα! Είσαι αγιασμένη, γιατί είσαι βασανισμένη. Κι η κάθε γιορτή σου μνημονεύει κ' ένα μαρτύριο σου. Τα πάθη του Χριστού τα 'κανες δικά σου πάθη, τα μαρτύρια των Αγίων είναι δικά σου μαρτύρια. Ο δικός σου ο κλήρος στάθηκε η πίκρα. Θλίβεσαι με τον Χριστό, θλίβεσαι με την Παναγιά, μαρτυράς μαζί με τους μάρτυρες της πίστης κι ολοένα κλαις σαν θρηνητικό τρυγόνι στα αγιασμένα μνημούρια πού 'ναι φυτρωμένα απάνω τους αγριοχόρταρα και φλυσκούνια. Πλην η θλίψη σου εσένα είναι κάποια θλίψη χαροποιά, γεμάτη ελπίδα κι αθανασία. «Και γαρ εν όψει ανθρώπων εάν κολασθώσιν, η ελπίς αυτών αθανασίας πλήρης» κατά τον Σολομώντα. Αυτό είναι το «χαροποιόν πένθος», η «χαρμολύπη» πού λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Είναι η αληθινή χαρά πού ξαγοράζεται μονάχα με τον πόνο.
Σήμερα γιορτάζουμε την ένδοξη Κοίμηση της Παναγίας. Σ' αμέτρητες εκκλησίες και μοναστήρια χτυπούνε οι καμπάνες και ψέλνουνε οι ψαλτάδες. Τα πιο πολλά είναι στης Παναγίας τ' όνομα, και πανηγυρίζουνε σήμερα την Κοίμηση της Θεοτόκου. Μα αυτή δεν είναι γιορτή θανάτου, είναι γιορτή χαράς και θρίαμβος, γιατί αυτή που κοιμήθηκε είναι η Μητέρα της Ζωής, όπως λέγει εκείνο το θεσπέσιο δοξαστικό πού λένε σήμερα στη Λειτουργία: «Τη αθανάτω σου κοιμήσει Θεοτόκε μήτηρ της ζωής, νεφέλαι τους αποστόλους αιθέριους διήρπαζον και κοσμικώς διεσπαρμένους, ομοχώρους παρέστησαν τω αχράντω σου σώματι, ο και κηδεύσαντες σεπτώς, την φωνήν του Γαβριήλ μελωδούντες ανεβόων. Χαίρε, κεχαριτωμένη παρθένε, μήτερ ανύμφευτε, ο Κύριος μετά σου. Μεθ' ων, ως Υιός σου και θεόν ημών ικέτευε σωθήναι τας ψυχάς ημών».
Σήμερα όλη η Ελλάδα μοσχοβολά από το ευωδέστατο σκήνωμα της Παναγίας, που είναι η μητέρα των ορφανεμένων, η ελπίδα των απελπισμένων, η χαρά των θλιμμένων, το ραβδί των τυφλών, η άγκυρα των θαλασσοδαρμένων. Κι απ' άκρη σε άκρη της Ελλάδας, στις πολιτείες, στα χωριά, στα μοναστήρια και στις σκήτες, απάνω στα δασωμένα βουνά, στα λαγκάδια, στις σπηλιές, στα γαλανά τα κύματα που δροσοαφρίζουνε από τον πελαγίσιον αγέρα, στα νησιά και στα ρημόνησα, στους κάβους, παντού αντιλαλεί η υμνολογία που ψέλνουνε οι ψαλτάδες για την ταπεινή βασίλισσα που κοιμήθηκε. Το μελτέμι που φυσά τώρα το Δεκαπενταύγουστο και δροσίζει τον κόσμο τα δεντρικά που 'ναι φορτωμένα με λογής λογής πωρικά, τα άγρια τα ρουμάνια, με τις αντρειωμένες βαλανιδιές και με τα έλατα και με τα κέδρα, τα άσπρα σύννεφα που αρμενίζουνε στον γαλανό ουρανό, όλα είναι χαροποιά και μακάρια, όλα είναι ιλαρά από την γλυκύτητα της Παναγίας. Στα πέλαγα ταξιδεύουνε λογής-λογής καράβια και καΐκια πώχουνε γραμμένο απάνω στο μάγουλο τους το γλυκύτατο τ' όνομα της. Ω! Αληθινά δική μας είναι η Παναγία, δικό μας είναι το Ρόδον το Αμάραντον!
Ποιος θα μπορούσε να την υμνήσει όπως την υμνολογήσανε οι υμνωδοί της Εκκλησίας μας; Αρχαγγελικές σάλπιγγες θαρρείς πώς ακούγονται παντού, με ύψος και με σεμνότητα, μ' ένα κάλλος πνευματικό που βρίσκεται μονάχα στην Ορθοδοξία.
Στον Εσπερινό της παραμονής ψέλνουνε τούτα τα τροπάρια που γεμίζουνε την ψυχή μας με κάποιον αγιασμένον ενθουσιασμό: «Ω του παραδόξου θαύματος! Η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται, και κλίμαξ προς ουρανόν ο τάφος γίνεται. Ευφραίνου, Γεσθημανή, της Θεοτόκου το άγιον τέμενος. Βοήσωμεν οι πιστοί, τον Γαβριήλ κεκτημένοι ταξίαρχον Κεχαριτωμένη χαίρε, μετά σου ο Κύριος, ο παρέχων τω κοσμώ δια σου το μέγα έλεος».
Από τι καρδιές, από τι χρυσά σπλάχνα εβγήκε τούτος ο πλούτος! Εδώ δεν είναι συνταίριασμα τεχνικό από λόγια κι από ήχους. Εδώ είναι αληθινά «η φωνή του Γαβριήλ μελωδούντος» από τας ουράνιους αψίδας, ύμνος αθανασίας.
Αμή εκείνη η θ' ωδή που λέγει: «Νενίκηνται της φύσεως οι όροι εν σοι, Παρθένε άχραντε, παρθενεύει γαρ τόκος, και ζωήν προμνηστεύεται θάνατος. Η μετά τόκον παρθένος και μετά θάνατον ζώσα, ζώσα, σώζοις αεί, Θεοτόκε, την κληρονομιών σου». Η εκείνο το απολυτίκιο που είναι σοβαρό και γλυκό σαν το εικόνισμα της: «Εν τη γεννήσει την παρθενίαν, εφύλαξας, εν τη κοιμήσει, τον κόσμων ου κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης προς την ζωήν, μήτηρ υπάρχουσα της ζωής, και ταις πρεσβείαις ταις σαις λυτρουμένη εκ θανάτου τας ψυχάς ημών».
Η ο α' ειρμός στις Καταβασίες που λέγει: «Πεποικιλμένη τη θεία δόξη η ιερά και ευκλεής, Παρθένε, μνήμη σου, πάντας συνηγάγετο προς ευφροσύνην τους πιστούς, εξαρχούσης Μαριάμ, μετά χορών και τύμπανων τω σω άδοντες μονογενεί, ενδόξως ότι δεδόξασται».
Από τούτη την άγια μέθη, που μεταδίνει η «Πεποικιλμένη», μέθυσε κι ο αγιασμένος γλάρος της Σκιάθου, κ' έγραψε τους καημούς του Δεκαπενταύγουστου σκιρτώντας από την αγγελική υμνωδία που άκουγε μυστικά, καθισμένος μπροστά στ' αφρισμένο πέλαγο, «ο φιλέρημος γέρων».
Από το ίδιο νέκταρ της Παναγίας μέθυσε κι ο Σολωμός και ψέλνοντας και κείνος με ενθουσιασμό την Πεποικιλμένη, έγραψε στον Ύμνο της Ελευθερίας τούτα τα λόγια:
Ακολουθεί την αρμονία η αδελφή του Ααρών, η προφήτισσα Μαρία μ' ένα τύμπανον τερπνόν. Και πηδούν όλες οι κόρες με τσ' αγκάλες ανοικτές τραγουδώντας ανθοφόρες με τα τύμπανα κ' εκείνες.
Η Μαριάμ, η συνονόματη της Παναγίας, ήτανε η αδελφή του Ααρών, που άρχισε να ψέλνει για να φχαριστήσει το θεό, που καταπόντισε τον Φαραώ στην Ερυθρή θάλασσα. Και τη συντροφεύανε οι άλλες οι κόρες, χορεύοντας και παίζοντας τα τύμπανα. «Λαβούσα δε Μαριάμ η προφήτις, η αδελφή του Ααρών, το τύμπανον εν τη χειρί αυτής, και εξήλθοσαν πάσαι αι γυναίκες οπίσω αυτής μετά τύμπανων και χορών (Εξοδ. ιε', 20).
Αυτή είναι η αγιασμένη Ελλάδα, κι από το γάλα της βυζάξανε και θραφήκανε οι ποιητές της, το γάλα της Παναγίας.
Εμείς αυτό το γάλα το συχαθήκαμε, αλίμονο!
Φώτης Κόντογλου
ΡΕΜΒΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
"Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου" πρωτοδημοσιεύτηκε στις 15 Αυγούστου
1906 στο τεύχος 141-142 του δεκαπενθήμερου φιλολογικού περιοδικού
Παναθήναια. Ο «φακός» του Παπαδιαμάντη εστιάζει στο εκκλησάκι της
Παναγίας της Πρέκλας στη Σκιάθο. Στο προαύλιο του ναϊσκου υπάρχει μια
μικρή προχειροκτισμένη καλύβα, όπου ζει σαν καλόγηρος ένας πρώην
άρχοντας του τόπου, ο Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας, που αναπολεί τις καλές
και κακές στιγμές της ζωής του.
ΡΕΜΒΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Ἀνάμεσα εἰς συντρίμματα καὶ ἐρείπια, λείψανα παλαιᾶς κατοικίας ἀνθρώπων ἐν μέσῳ ἀγριοσυκῶν, μορεῶν μὲ ἐρυθροὺς καρπούς, εἰς ἔρημον τόπον, ἀπόκρημνον ἀκτὴν πρὸς μίαν παραλίαν βορειοδυτικὴν τῆς νήσου, ὅπου τὴν νύκτα ἑπόμενον ἦτο νὰ βγαίνουν καὶ πολλὰ φαντάσματα, εἴδωλα ψυχῶν κουρασμένων, σκιαὶ ἐπιστρέφουσαι, καθὼς λέγουν, ἀπὸ τὸν ἀσφοδελὸν λειμῶνα, ἀφήνουσαι κενὰς οἰμωγὰς εἰς τὴν ἐρημίαν, θρηνοῦσαι τὸ πάλαι ποτὲ πρόσκαιρον σκήνωμά των εἰς τὸν ἐπάνω κόσμον ― ἐκεῖ ανάμεσα ἐσώζετο ἀκόμη ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. Δὲν ὑπῆρχε πλέον οἰκία ὀρθή, δὲν ὑπῆρχε στέγη καὶ ἄσυλον, εἰς ὅλον τὸ ὀροπέδιον ἐκεῖνο, παρὰ τὴν ἀπορρῶγα ἀκτήν. Μόνος ὁ μικρὸς ναΐσκος ὑπῆρχε, καὶ εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου ὁ Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας εἶχε κτίσει μικρὸν ὑπόστεγον, καλύβην μᾶλλον ἢ οἰκίαν, λαβὼν τὴν ξυλείαν, ὅσην ἠδυνήθη νὰ εὕρῃ, καί τινας λίθους ἀπὸ τὰ τόσα τριγύρω ἐρείπια, διὰ νὰ στεγάζεται προχείρως ἐκεῖ καὶ καπνίζῃ ἀκατακρίτως τὸ τσιμπούκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμέν*, ἔξω τοῦ ναοῦ, ὁ φιλέρημος γέρων.
Ὁ ναΐσκος ἦτο ἰδιόκτητος· πρᾶγμα σπάνιον εἰς τὸν τόπον, λείψανον παλαιοῦ θεσμοῦ· ἦτον κτῆμα αὐτοῦ τοῦ γέροντος Φραγκούλα. Ὁ ἀξιότιμος πρεσβύτης, φέρων ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ γνωρίσματα προεστοῦ, ὡραῖον φέσι τοῦ Τουνεζίου, ἐπανωβράκι* τσόχινον, μὲ ζώνην πλατεῖαν κεντητήν, μακρὰν τσιμπούκαν μὲ ἠλέκτρινον μαμέν, καὶ κρατῶν μὲ τὴν ἀριστερὰν ἠλέκτρινον μακρὸν κομβολόγιον, δὲν ἦτο καὶ πολὺ γέρων, ὣς πενηνταπέντε χρόνων ἄνθρωπος. Κατήγετο ἀπὸ τὴν ἀρχαιοτέραν καὶ πλέον γνησίως αὐτόχθονα οἰκογένειαν τοῦ τόπου. Ἦτον ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας εὐσταλής, ὑψηλός, λεπτὸς τὴν μέσην, μελαχροινός, μὲ ἁδροὺς χαρακτῆρας τοῦ προσώπου, δασείας ὀφρῦς, ὀφθαλμοὺς μεγάλους, ὀγκώδη ρῖνα, χονδρὰ χείλη προέχοντα. Ἠγάπα πολὺ τὰ μουσικά, τά τε ἐκκλησιαστικὰ καὶ τὰ ἐξωτερικά, ὑπῆρξε δὲ μὲ τὴν χονδρὴν ἀλλὰ παθητικὴν φωνήν του ψάλτης καὶ τραγουδιστὴς εἰς τὸν καιρόν του μέχρι γήρατος.
Τὴν Σινιώραν, ὡραίαν νέαν, λεπτοφυῆ, λευκοτάτην, τὴν εἶχε νυμφευθῆ ἀπὸ ἔρωτα. Ἤδη εἶχε συζήσει μαζί της ὑπὲρ τὰ εἴκοσι πέντε ἔτη, καὶ εἶχεν ἀποκτήσει τέσσαρας υἱοὺς καὶ τρεῖς θυγατέρας. Ἀλλὰ τώρα, εἰς τὸν οὐδὸν τοῦ γήρατος, δὲν συνέζη πλέον μαζί της.
Εἶχε χωρίσει ἅπαξ ἤδη, ἀφοῦ ἐγεννήθησαν τὰ τέσσαρα πρῶτα παιδία, δύο υἱοὶ καὶ δύο θυγατέρες· ὁ πρῶτος οὗτος χωρισμὸς διήρκεσεν ἐπί τινας μῆνας. Εἶτα ἐπῆλθε συνδιαλλαγὴ καὶ συμβίωσις πάλιν. Τότε ἐγεννήθησαν ἄλλα δύο τέκνα, υἱὸς καὶ θυγάτριον. Εἶτα ἐπῆλθε δεύτερος χωρισμός, ὑπὲρ τὸ ἔτος διαρκέσας. Μετὰ τὸν χωρισμόν, δευτέρα συνδιαλλαγη. Τότε ἐγεννήθη ὁ τελευταῖος υἱός. Ἀκολούθως ἐπῆλθε μακρὸς χωρισμὸς μεταξὺ τῶν συζύγων. Ὁ τελευταῖος οὗτος χωρισμός, μετὰ πολλὰς ἀγόνους ἀποπείρας συνδιαλλαγῆς, διήρκει ἤδη ἀπὸ τριῶν ἐτῶν καὶ ἡμίσεος. Δὲν ἦτο πλέον φόβος νὰ γεννηθοῦν ἄλλα τέκνα. Ἡ Σινιώρα ἦτον ὑπερτεσσαρακοντοῦτις ἤδη.
*
* *
Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, τῆς 13 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 186… ἐκάθητο μόνος, ὁλομόναχος, ἔξω τοῦ ναΐσκου, εἰς τὸ προαύλιον, ἔμπροσθεν τῆς καλύβης τὴν ὁποίαν εἶχε κτίσει, ἐκάπνιζε τὸ τσιμπούκι του, κ᾿ ἐρρέμβαζεν. Ὁ καπνὸς ἀπὸ τὸν λουλὰν ἀνέθρῳσκε καὶ ἀνέβαινεν εἰς κυανοῦς κύκλους εἰς τὸ κενόν, καὶ οἱ λογισμοὶ τοῦ ἀνθρώπου ἐφαίνοντο νὰ παρακολουθοῦν τοὺς κύκλους τοῦ καπνοῦ, καὶ νὰ χάνωνται μετ᾿ αὐτῶν εἰς τὸ ἀχανές, τὸ ἄπειρον. Τί ἐσκέπτετο;
Βεβαίως, τὴν σύζυγόν του, μὲ τὴν ὁποίαν ἦσαν εἰς διάστασιν, καὶ τὰ τέκνα του, τὰ ὁποῖα σπανίως ἔβλεπεν. Ἐσχάτως τοῦ εἶχον παρουσιασθῆ, πρώτην φορὰν εἰς τὴν ζωήν του, καὶ οἰκονομικαὶ στενοχωρίαι. Ὁ Φραγκούλας ἦτο μεγαλοκτηματίας. Εἶχε παμπόλλους ἐλαιῶνας, ἀμπέλια ἀρκετά, καὶ χωράφια ἀμέτρητα. Μόνον ἀπὸ τὸν ἀντίσπορον τῶν χωραφίων ἠμποροῦσε νὰ μὴν ἀγοράζῃ ψωμὶ δι᾿ ὅλου τοῦ ἔτους, αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένειά του. Οἱ δὲ ἐλαιῶνες, ὅταν ἐκαρποφόρουν, ἔδιδον ἀρκετὸν εἰσόδημα. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ δὲν εἰργάζετο ποτὲ μόνος του, τὰ ἔξοδα «τὸν ἔτρωγαν»! Εἶτα αὐξανομένης τῆς οἰκογενείας, συνηυξάνοντο καὶ αἱ ἀνάγκαι. Καὶ ὅσον ηὔξανον τὰ ἔξοδα, τόσον τὰ ἔσοδα ἠλαττοῦντο. Ἦλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», ἀφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Εἶτα, διὰ πρώτην φοράν, ἔλαβεν ἀνάγκην μικρῶν δανείων. Δὲν ἐφαντάζετο ποτὲ ὅτι μία μικρὰ κάμπη ἀρκεῖ διὰ νὰ καταστρέψῃ ὁλόκληρον φυτείαν. Ἀπηυθύνθη εἰς ἕνα τοκογλύφον τοῦ τόπου.
Οἱ τοιοῦτοι ἦσαν ἄνθρωποι «φερτοί», ἀπ᾿ ἔξω, καὶ ὅταν κατέφυγον εἰς τὸν τόπον, ἐν ὥρᾳ συμφορᾶς καὶ ἀνεμοζάλης, κατὰ τὴν Μεγάλην Ἐπανάστασιν ἢ κατὰ τὰ ἄλλα κινήματα τὰ πρὸ αὐτῆς, ἀρχομένης τῆς ἑκατονταετηρίδος, κανεὶς δὲν ἔδωκε προσοχὴν καὶ σημασίαν εἰς αὐτούς.
Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ οἱ ἐντόπιοι εἶχον ἀποκλειστικὴν προσήλωσιν εἰς τὰ κτήματα, οὗτοι, οἱ ἐπήλυδες, ὡς πράττουσιν ὅλοι οἱ φύσει καὶ θέσει Ἑβραῖοι, ἔδωκαν ὅλην τὴν σημασίαν καὶ τὴν προσοχήν των εἰς τὰ χρήματα. Ἤνοιξαν ἐργαστήρια, μαγαζεῖα, κ᾿ ἐμπορεύοντο, κ᾿ ἐχρηματίζοντο. Εἶτα ἦλθεν ὥρα, ὅπως καὶ τώρα καὶ πάντοτε συμβαίνει, ὁπότε οἱ ἐντόπιοι ἔλαβον ἀνάγκην τῶν χρημάτων, καὶ τότε ἤρχισαν νὰ ὑποθηκεύουν τὰ κτήματα. Ἑωσότου παρῆλθε μία γενεά, ἢ μία καὶ ἡμίσεια, καὶ τὰ χρήματα ἐπέστρεψαν εἰς τοὺς δανειστάς, συμπαραλαβόντα μεθ᾿ ἑαυτῶν καὶ τὰ κτήματα.
Ἕως τότε δὲν εἶχε συλλογισθῆ τοιαῦτα πράγματα ὁ Φραγκούλης Φραγκούλας, οὔτε τὸν ἔμελε ποτέ του περὶ χρημάτων. Ἀλλ᾿ ἐπ᾿ ἐσχάτων, εἶχε λάβει ἀνάγκην καὶ δευτέρου καὶ τρίτου δανείου, καὶ οἱ δανεισταὶ προθύμως τοῦ ἔδιδαν, ἀλλ᾿ ἀπῄτουν νὰ τοὺς καθιστᾷ ὑπέγγυα τὰ καλύτερα κτήματα, ἐκ τῶν ὁποίων ἕκαστον εἶχε, κατ᾿ αὐτὸν ἐκτιμητήν, δεκαπλασίαν ἀξίαν τοῦ ποσοῦ τοῦ δανειζομένου. Πλὴν φεῦ! αὐτὸς δὲν ἦτο ὁ μόνος καημός του…
Ὁ Φραγκούλης Φραγκούλας δὲν ἐφόρει πλέον τὸ ὡραῖόν του μαῦρον φέσι, τὸ τουνεζιάνικον· ἔφερεν οἰκιακὸν μαῦρον σκοῦφον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς. Ἀλλ᾿ εὑρίσκετο σήμερον εἰς τὴν ἐξοχήν. Ἐὰν τὸν συνηντῶμεν τὴν προτεραίαν εἰς τὴν ἀγοράν, κάτω εἰς τὴν πολίχνην, θὰ ἐβλέπομεν ὅτι εἶχε βάψει μαῦρον τὸ φέσι του… Εἶχε πρόσφατον πένθος.
*
* *
«Ἄχ! Τό ᾽χασα, τὸ καημένο μ᾿, τὸ εὐάγωγο, τό ᾽χασα!»
Ὁ γερο-Φραγκούλης ἐστέναξε, καὶ εἶχε δίκαιον νὰ στενάξῃ. Τὸ καλύτερον κοράσιόν του, τὸ τρίτον, τὸ μικρότερον, δεκατετραετὲς μόλις τὴν ἡλικίαν ―τὸ ὁποῖον εἶχε γεννηθῆ κατά τι διάλειμμα ἔρωτος μεταξὺ δύο χωρισμῶν― τοῦ εἶχεν ἀποθάνει πρὸ ὀλίγων μηνῶν…
Καὶ αὐτὸς ἦλθεν εἰς τὴν Παναγίαν, διὰ νὰ κλαύσῃ καὶ νὰ πῇ τὸν πόνον του. Ἦτον κτῆμά του ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. Τὸ ἐκκλησίδιον ἦτον εὐπρεπέστατον, ὡραῖα στολισμένον καὶ εἶχε καλὰς εἰκόνας, καὶ μάλιστα τὴν φερώνυμον, τὴν γλυκεῖαν Παναγίαν τὴν Πρέκλαν, σκαλιστὸν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλεον καὶ μανουάλια ὀρειχάλκινα, κανδήλια ἀργυρᾶ. Ἔφερε πάντοτε ὁ ἰδιοκτήτης μαζί του τὴν βαρεῖαν ὑπερμεγέθη κλεῖδα τῆς δρυΐνης θύρας τῆς στερεᾶς, καὶ δὲν ἔλειπε συχνὰ νὰ ἐπισκέπτεται τὴν Παναγίαν του· ἱερόσυλος εὐτυχῶς κανεὶς ἀκόμη δὲν εἶχεν ἀναφανῆ εἰς τὰ μέρη αὐτά.
Ἦτον ἡ προπαραμονὴ τῆς ἑορτῆς, ὅτε θὰ ἐτελεῖτο πανήγυρις εἰς τὸν ναΐσκον, τιμώμενον ἐπ᾿ ὀνόματι τῆς Κοιμήσεως. Θὰ ἤρχοντο ἀπὸ τὸν τόπον πολλαὶ οἰκογένειαι καὶ ἄτομα, δωδεκάδες τινὲς προσκυνητῶν καὶ πανηγυριστῶν, καὶ ὁ παπα-Νικόλας, ὁ συμπέθερός του. Εἰς τὸν παπα-Νικόλαν ὁ Φραγκούλας ἔδιδε διὰ τὸν κόπον του ἓν τάλληρον, περιπλέον δὲ εἰσέπραττεν ὁ παπὰς διὰ λογαριασμόν του τὰς δεκάρας, ὅσας ἔδιδαν αἱ γυναῖκες «διὰ νὰ γράψουν τὰ ὀνόματα» ἢ τὰ «ψυχοχάρτια».
Ὅλα τ᾿ ἄλλα, προσφοράς, ἀρτοκλασίας, πώλησιν κηρίων, κτλ. τὰ εἰσέπραττεν ὁ Φραγκούλας ὡς εἰσόδημα ἰδικόν του…
Καὶ τώρα τοὺς ἐπερίμενε νὰ ἔλθουν πάλιν… καὶ ἀνελογίζετο πῶς ἄλλοτε, ὅταν ἦτον νέος ἀκόμη, μετὰ τὸν πρῶτον χωρισμὸν ἀπὸ τὴν γυναῖκά του, ἡ πανήγυρις αὐτὴ τῆς Παναγίας τῆς Κοιμήσεως ἔγινεν ἀφορμὴ διὰ νὰ ἐπέλθῃ συνδιαλλαγὴ μετὰ τῆς γυναικός του. Κατόπιν τῆς συνδιαλλαγῆς ἐκείνης ἐγεννήθη ὁ τρίτος υἱός, καὶ τὸ Κουμπώ, τὸ θυγάτριον τὸ ὁποῖον ἐθρήνει τώρα ὁ γερο-Φραγκούλας…
«Τό ᾽χασα τὸ καημένο μου, τὸ εὐάγωγο, τό ᾽χασα!…»
Ὤ, δὲν ἐλυπεῖτο τώρα τόσον πολὺ τὸν ἀπὸ τῆς γυναικός του χωρισμόν ―τὴν ὁποίαν ἄλλως τρυφερῶς ἠγάπα― ὅσον ἐθρήνει τὴν σκληρὰν ἀπώλειαν ἐκείνην τῆς κορασίδος, τὴν ὁποίαν εἰς τὸν ἄλλον κόσμον ἤλπιζε μόνον νὰ ἐπανεύρῃ… Καὶ κατενύσσετο πολὺ ἡ καρδία του κ᾿ ἐθλίβετο… Καὶ ἀνελογίσθη ὅτι τὸ πάλαι ἐδῶ οἱ χριστιανοί, ὅσοι ἦσαν ὡς αὐτὸς τεθλιμμένοι, εἰς τὸν ναΐσκον αὐτὸν τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας, ἤρχοντο τὰς ἡμέρας αὐτὰς νὰ εὕρωσι, διὰ τῆς ἐγκρατείας καὶ τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ ἱεροῦ ᾄσματος, ἀναψυχὴν καὶ παραμυθίαν… Τὸν παλαιὸν καιρόν, πρὸ τοῦ Εἰκοσιένα, ὅταν τὸ σήμερον ἔρημον καὶ κατηρειπωμένον χωρίον ἐκατοικεῖτο ἀκόμη, ὅλοι οἱ κάτοικοι καὶ τῶν δύο ἐνοριῶν ἤρχοντο εἰς τὸν ναὸν τῆς Πρέκλας, ὅστις ἦτο ἁπλοῦν παρεκκλήσιον, ν᾿ ἀκούσωσι τὰς ψαλλομένας Παρακλήσεις, καθ᾿ ὅλον τὸν Δεκαπενταύγουστον…
Ἄφησεν εἰς τὴν ἄκρην τὸ τσιμπούκι, τὸ ὁποῖον εἶχε σβήσει ἤδη ἀνεπαισθήτως, ἐν μέσῳ τῆς ἀλλοφροσύνης καὶ τῶν ρεμβασμῶν τοῦ καπνιστοῦ, καὶ ἀκουσίως ἤρχισε νὰ ὑποψάλλῃ.
Ἔλεγε τὸν Μέγαν Παρακλητικὸν κανόνα τὸν εἰς τὴν Παναγίαν, ὅπου διεκτραγῳδοῦνται τὰ παθήματα καὶ τὰ βάσανα μιᾶς ψυχῆς, καὶ τὴν σειρὰν ὅλην τῶν κατανυκτικῶν ὕμνων, ὅπου εἷς βασιλεὺς Ἕλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, ἀπὸ Λατίνους καὶ Ἄραβας καὶ τοὺς ἰδικούς του, διεκτραγῳδεῖ πρὸς τὴν Παναγίαν τοὺς ἰδίους πόνους του, καὶ τοὺς διωγμοὺς ὅσους ὑπέφερεν ἀπὸ τὰ στίφη τῶν βαρβάρων, τὰ ὁποῖα ὀνομάζει νέφη.
Εἶτα, κατὰ μικρόν, ἀφοῦ εἶπεν ὅσα τροπάρια ἐνθυμεῖτο ἀπὸ στήθους, ὕψωσεν ἀκουσίως τὴν φωνήν, καὶ ἤρχισε νὰ μέλπῃ τὸ ἀθάνατον ἐκεῖνο:
«Ἀπόστολοι ἐκ περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε,
Γεθσημανῇ τῷ χωρίῳ, κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα.
Καὶ σύ, Υἱὲ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα».
… Καὶ εἶτα προσέτι, παρεκάλει διὰ τοῦ ᾄσματος τὴν Παναγίαν, νὰ εἶναι μεσίτρια πρὸς τὸν Θεόν, «μὴ μοῦ ἐλέγξῃ τὰς πράξεις, ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων…» Ὤ, αὐτὸ εἶχε τὴν δύναμιν καὶ τὸ προνόμιον νὰ κάμνῃ πολλὰ ζεύγη ὀφθαλμῶν νὰ κλαίωσι τὸν παλαιὸν καιρόν, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἔκλαιον ἀκόμη ἑκούσια δάκρυα ἐκ συναισθήσεως…
Ὁ γερο-Φραγκούλας ἐπίστευε καὶ ἔκλαιεν… Ὤ, ναί, ἦτον ἄνθρωπος ἀσθενής· ἠγάπα καὶ ἡμάρτανε καὶ μετενόει… Ἠγάπα τὴν θρησκείαν, ἠγάπα καὶ τὴν σύζυγον καὶ τὰ τέκνα του, ἐπόθει ἀκόμη τὸν συζυγικὸν βίον, ἐπόθει καὶ τὸν βίον τὸν μοναχικόν. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εἶχεν ἀγαπήσει ἐξ ὅλης καρδίας τὴν Σινιωρίτσαν του… καὶ τὴν ἠγάπα ἀκόμη. Ἀλλ᾿ ὅσον τρυφερὸς ἦτο εἰς τὸν ἔρωτα, τόσον εὐεπίφορος εἰς τὸ πεῖσμα, καὶ τόσον γοργὸς εἰς ὀργήν. Ὤ! ἀτέλειαι τῶν ἀνθρώπων.
Τώρα, εἰς τοὺς τελευταίους χρόνους, εἶχε γνωρίσει ἀκόμη καὶ τὴν οἰκονομικὴν στενοχωρίαν, τὸ παράπονον τῆς ξεπεσμένης ἀρχοντιᾶς, τὰς πιέσεις καὶ τὰς ἀπειλὰς τῶν τοκογλύφων. «Τὸ διάφορο, κεφάλι*! τὸ διάφορο, κεφάλι!» Ἐπὶ τέσσαρας ἐνιαυτοὺς ἦτο ἀφορία, αἱ ἐλαῖαι δὲν ἐκαρποφόρησαν· ὁ καρπὸς εἶχε προσβληθῆ ἀπὸ ἄγνωστον ἀσθένειαν, διὰ τὰς ἁμαρτίας τῶν ἰδιοκτητῶν. Εἶχαν κιτρινίσει καὶ μαυρίσει αἱ ἐλαῖαι, καὶ ἦσαν γεμᾶται ἀπὸ βοῦλες, καὶ εἶχαν πέσει ἄκαιρα. Τόσα «ὑποστατικά», τόσα «μούλκια»*, τόσο «βιός», ἀγύριστα* κτήματα, σχεδὸν τσιφλίκια, ἠπειλοῦντο νὰ περιέλθωσιν εἰς χεῖρας τῶν τοκογλύφων. ― Ἐγέννα ἢ ὄχι ἡ γῆ, ἐκαρποφόρουν ἢ ὄχι τὰ δένδρα, ὁ τόκος δὲν ἔπαυε. Τὰ κεφάλαια «ἔτικτον». Ἔπαυσε νὰ τίκτῃ ἡ γόνιμος (ὅπως λέγει ὁ Ἅγ. Βασίλειος), ἀφοῦ τὰ ἄγονα ἤρχισαν κ᾿ ἐξηκολούθουν νὰ τίκτουν…
Ἀνελογίζετο αὐτά, κ᾿ ἔκλαιεν ἡ ψυχή του. Δὲν ἤλπιζε πλέον, οὔτε ηὔχετο σχεδόν, νὰ ἤρχετο ἡ Σινιωρίτσα αὔριον, εἰς τὴν πανήγυριν, ὅπως ἤρχετο τακτικὰ κάθε χρόνον, ἄλλοτε, ὅταν ἦσαν «μονοιασμένοι» ― ὅπως εἶχεν ἔλθει καὶ ἅπαξ, εἰς καιρὸν ὁποὺ εὑρίσκοντο χωρισμένοι, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν… Τώρα μόνον ἡ ψυχὴ τῆς Κούμπως, τῆς ἀθῴας μικρᾶς παρθένου, εἴθε νὰ παρίστατο ἀοράτως εἰς τὴν πανήγυριν, ἀγαλλομένη.
Ὤ! ἄλλοτε, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν, πρὶν γεννηθῇ ἀκόμη ἡ Κούμπω ― ναί, ἡ Παναγία εἶχε δωρήσει τὸ ἁβρὸν ἐκεῖνο ἄνθος εἰς τὸν Φραγκούλην καὶ τὴν Σινιώραν, καὶ ἡ Παναγία πάλιν τὸ εἶχε δρέψει καὶ τὸ εἶχεν ἀναλάβει πλησίον της, πρὶν μολυνθῇ ἐκ τῆς ἐπαφῆς τῶν ματαίων τοῦ κόσμου… Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εἶχε συμβῆ ὁ πρῶτος χωρισμός, τὸ πρῶτον πεῖσμα, τὸ πρῶτον κάκιωμα μεταξὺ τῶν συζύγων. Καὶ ὁ Φραγκούλης, θυμώδης, ὀξύχολος, δριμύς, εἶχεν ἀναβῆ, ὅπως τώρα, ἀπὸ τὴν πολίχνην τὴν κατοικημένην εἰς τὸ παλαιὸν χωρίον τὸ ἔρημον, τοῦ ὁποίου ἐσώζοντο τότε ἀκόμη ὀλίγισται οἰκίαι, καὶ δὲν ἦτο ἐρείπιον ὅλον, ὅπως σήμερον. Καὶ καθὼς τώρα, εἶχεν ἔλθει δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας πρὸ τῆς ἑορτῆς εἰς τὸ παρεκκλήσιον τῆς Πρέκλας, ἐκάθητο δὲ εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ ναΐσκου κ᾿ ἐκάπνιζε τὸ μακρὸν τσιμπούκι μὲ τὸ ἠλέκτρινον ἐπιστόμιον. Πλὴν τότε τὸ φέσι του ἦτο κατακόκκινον, καὶ τώρα ἐφόρει μαῦρον σκοῦφον… Καὶ τότε ὁ Φραγκούλης ἦτον σαράντα χρόνων, καὶ τώρα ἦτον πενηνταπέντε… Τότε ἔτρεφε πεῖσμα καὶ χολήν, ἀλλ᾿ εἶχε πολὺ περισσότερον καὶ βαθύτερον συζυγικὸν ἔρωτα, καὶ μόνον νύξιν ἤθελεν· ἦτον ἕτοιμος νὰ συγχωρήσῃ· καὶ ν᾿ ἀγαπήσῃ… Ἀλλὰ τώρα δὲν ἔχει πλέον οὔτε πεῖσμα σχεδὸν οὔτε ὀργήν, ἠγάπα τὴν Σινιώραν, τὴν ἐπόνει, ἀλλ᾿ ἔκλαιε πολὺ περισσότερον διὰ τὸ θυγάτριόν του, τὸ Κουμπώ, «τὸ καημένο, τὸ εὐάγωγο!»
Ἐκείνην τὴν φοράν, ὁ παπα-Νικόλας, ἅμα ἔφθασε τὴν παραμονήν, ἀκολουθούμενος ἀπὸ πλῆθος προσκυνητῶν διὰ τὴν πανήγυριν, ἐστάθη πλησίον τῆς θύρας τοῦ ναοῦ, παρὰ τὴν γωνίαν, καὶ τοῦ εἶπε μυστηριωδῶς:
― Θά ᾽χῃς μουσαφιρλίκια, θαρρῶ.
― Τί τρέχει, παπά; ἠρώτησε μειδιῶν ὁ Φραγκούλας, ὅστις ἐμάντευσε πάραυτα.
― Θὰ σοῦ ἔλθῃ τ᾿ ἀσκέρι… Κοίταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρὶς πείσματα…
Ὁ παπάς, ἀσκέρι λέγων, ἐννοοῦσε προφανῶς τὴν οἰκογένειαν τοῦ Φραγκούλα· ἀλλὰ τάχα μόνον τὰ παιδία τὰ δύο μεγαλύτερα ἐκ τῶν τεσσάρων; ― καθόσον τὰ ἄλλα δύο τὰ μικρά, δὲν θὰ ἠδύναντο νὰ κουβαληθοῦν εἰς διάστημα τριῶν ὡρῶν ὁδοιπορίας χωρὶς τὴν μητέρα των. Ὁ Φραγκούλης ἠθέλησε νὰ βεβαιωθῇ.
― Θά ᾽ρθῃ μαζὶ κ᾿ ἡ μάννα τους;
― Βέβαια… πιστεύω, εἶπεν ὁ παπάς.
*
* *
Τῷ ὄντι, ὅταν ἐβράδιασε καλά, καὶ ἤρχισε νὰ σκοτεινιάζῃ, ἡ κυρα-Σινιώρα ἦλθε, μαζὶ μὲ τὴν γραῖαν μητέρα της, καὶ μὲ τὰ τέσσαρα παιδιά της, ἐν συνοδίᾳ καὶ ἄλλων προσκυνητριῶν, γειτονισσῶν ἢ συγγενῶν της. Ἀπὸ πολλῶν μηνῶν δὲν εἶχεν ἰδεῖ τὸν σύζυγόν της, ὅστις εἶχε κατοικήσει χωριστά, ― εἰς εὐτελὲς δωμάτιον, χάριν ταπεινώσεως, τὸ ὁποῖον ὠνόμαζε «τὸ κελλί του», καὶ ἔζη ἀπὸ μηνῶν ὡς καλόγηρος. Ἐπλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα· ὁ Φραγκούλης ἵστατο ἐκεῖ, παραπέρα ἀπὸ τὴν θύραν τῆς ἐκκλησίας, κ᾿ ἔκαμνε πὼς ἔβλεπεν ἀλλοῦ, καὶ πὼς ἐπρόσεχεν εἴς τινα ὁμιλίαν περὶ ἀγροτικῶν ὑποθέσεων, μεταξὺ δύο ἢ τριῶν χωρικῶν.
Ἡ Σινιώρα εἰσῆλθεν εἰς τὸν ναΐσκον, ἐπροσκύνησεν, ἐκόλλησε κηρία, καὶ ἠσπάσθη τὰς εἰκόνας. Εἶτα, μετά τινα ὥραν, ἐξῆλθεν. Ἐπλησίασε συνεσταλμένη, κ᾿ ἐχαιρέτισε τὸν σύζυγόν της. Οὗτος ἔτεινε πρὸς αὐτὴν τὴν χεῖρα, καὶ ἠσπάσθη φιλοστόργως τὰ τέκνα του.
Ἤδη ἐνύκτωνε, καὶ ἐψάλη ὁ Μικρὸς Ἑσπερινός. Ἀκολούθως, μετὰ τὸ λιτὸν σαρακοστιανὸν τὸ ὁποῖον ἔφαγον κατὰ ὁμάδας καθίσαντες οἱ διάφοροι προσκυνηταί, ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ, ἐπὶ τῶν χόρτων καὶ τῶν ἐρειπίων, ὁ Φραγκούλης ἡτοίμασεν ἰδιοχείρως ξύλινον σήμαντρον, πρόχειρον, κατὰ μίμησιν ἐκείνων τὰ ὁποῖα συνηθίζονται εἰς τὰ μοναστήρια, καὶ φέρων τρεῖς γύρους περὶ τὸν ναόν, τὸ ἔκρουσε μόνος του, πρῶτον εἰς τροχαϊκὸν ρυθμόν, «τὸν Ἀδάμ, Ἀδάμ, Ἀδάμ!» εἶτα εἰς ἰαμβικόν, «τὸ τάλαντον! τὸ τάλαντον!»
Εὐθὺς τότε, τὰ δύο παιδία τοῦ Φραγκούλα, καὶ πέντε ἢ ἓξ ἄλλοι μικροὶ μοσχομάγκαι, ἀνερριχήθησαν ἐπάνω εἰς τὴν στέγην τοῦ ναοῦ, ἄνωθεν τῆς θύρας, καὶ ἤρχισαν νὰ βαροῦν τρελά, ἀλύπητα, ἀχόρταστα, τὸν μικρὸν μισορραγισμένον κώδωνα, τὸν κρεμάμενον ἀπὸ δύο διχαλωτῶν ξύλων ἐκεῖ ἐπάνω. Ὕστερον ἀπὸ πολλὰς φωνάς, μαλώματα καὶ ἐπιπλήξεις τοῦ Φραγκούλα, τοῦ μπαρμπα-Δημητροῦ τοῦ ψάλτου, καὶ τοῦ Παναγιώτου τῆς Ἀντωνίτσας (ἑνὸς καλοῦ χωρικοῦ, ὅστις δὲν ἐκουράζετο νὰ τρέχῃ εἰς ὅλα τὰ ἐξωκκλήσια, καὶ νὰ κάμνῃ «κουμάντο», ἑωσοῦ ἐπὶ τέλους ἡ Δημαρχία ἠναγκάσθη νὰ τὸν ἀναγνωρίσῃ ὡς ἰσόβιον ἐπίτροπον ὅλων τῶν ἐξοχικῶν ναῶν), τὰ παιδία μόλις ἔπαυσαν ὀψέποτε νὰ κρούουν τὸν κώδωνα, κ᾿ ἐξεκόλλησαν τέλος ἀπὸ τὴν στέγην τοῦ ναΐσκου. Ὁ παπα-Νικόλας ἔβαλεν εὐλογητόν, καὶ ἤρχισεν ἡ ἀκολουθία τῆς Ἀγρυπνίας.
Ὁ Φραγκούλας ἦτο τόσον εὐδιάθετος ἐκείνην τὴν ἑσπέραν, ὥστε ἀπὸ τοῦ «Ἐλέησόν με ὁ Θεός», τῆς ἀρχῆς τοῦ Ἀποδείπνου, μέχρι τοῦ «Εἴη τὸ ὄνομα», εἰς τὸ τέλος τῆς Λειτουργίας ―ὅπου ἡ παννυχὶς διήρκεσεν ὀκτὼ ὥρας ἄνευ διαλείμματος― ὅλα τὰ ἔψαλε καὶ τὰ ἀπήγγειλε μόνος του ἀπὸ τοῦ δεξιοῦ χοροῦ, μόλις ἐπιτρέπων εἰς τὸν κὺρ Δημητρόν, τὸν κάτοχον τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ, νὰ λέγῃ κι αὐτὸς ἀπὸ κανένα τροπαράκι, διὰ νὰ ξενυστάξῃ. Ἔψαλε τὸ «Θεαρχίῳ νεύματι» καὶ εἰς τοὺς ὀκτὼ ἤχους μοναχός του, προφάσει ὅτι ὁ κὺρ Δημητρὸς «δὲν εὕρισκεν εὔκολα τὸν ἦχον», ἤτοι δὲν ἠδύνατο νὰ μεταβῇ ἀβιάστως καὶ ἄνευ χασμωδίας ἀπὸ ἤχου εἰς ἦχον. Εἰς τὸ τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ, μοναχός του ἐδιάβασε τὸ Συναξάρι, καί, χωρὶς νὰ πάρῃ ἀνασασμόν, μοναχός του πάλιν ἤρχισε τὸν Ἑξάψαλμον. Ἔψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Ἀναβαθμοὺς καὶ προκείμενα, εἶτα ὅλον τὸ «Πεποικιλμένη» ἕως τὸ «Συνέστειλε χορός», καὶ ὅλον τὸ «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου» ἕως τὸ «Δέχου παρ᾿ ἡμῶν». Εἶτα ἔψαλεν Αἴνους, Δοξολογίαν, ἐδιάβασεν Ὥρας καὶ Μετάληψιν, πρὸς χάριν ὅλων τῶν ἡτοιμασμένων διὰ τὴν Θείαν Κοινωνίαν, καὶ εἰς τὴν Λειτουργίαν πάλιν ὅλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, τὸ Χερουβικόν, τὸ «Αἱ γενεαὶ πᾶσαι», τὸ Κοινωνικόν, κτλ. κτλ.
Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐνθυμεῖτο ἀκόμη, ὡς νὰ ἦτον χθές, ὁ γερο-Φραγκούλας, καὶ εἶχον παρέλθει δεκαπέντε ἔτη ἔκτοτε. Ἀκόμη καὶ μικρά τινα φαιδρὰ ἐπεισόδια, τὰ ὁποῖα συνέβησαν εἰς τὴν Λιτήν, μικρὸν πρὸ τοῦ μεσονυκτίου, κατὰ τὴν ἔξοδον τῆς ἱερᾶς εἰκόνος εἰς τὸ ὕπαιθρον. Ἐπειδὴ αἱ γυναῖκες εἶχαν κολλήσει πολλὰ καὶ χονδρὰ κηρία, τὰ πλεῖστα ἔργα αὐτῶν τῶν ἰδίων χειρομάλακτα, τὰ δὲ κηρία συμπλεκόμενα εἰς δέσμας καὶ περιπλοκάδας ἀπὸ τὸν Παναγιώτην τῆς Ἀντωνίτσας, τὸν πρόθυμον εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς ἱερᾶς πανηγύρεως, εἶχαν λαμπαδιάσει, εἰς μίαν στιγμὴν ὀλίγον ἔλειψε νὰ πάρῃ φωτιὰν τὸ φελόνι τοῦ παπᾶ, εἶτα καὶ τὸ γένειόν του. Τότε ὁ Παναγιώτης τῆς Ἀντωνίτσας, μὴ εὑρίσκων ἄλλο προχειρότερον μέσον, ἥρπαζε τὰς ὀγκώδεις δέσμας τῶν φλεγόντων κηρίων, τὰς ἔφερε κάτω εἰς τὸ ἔδαφος, κ᾿ ἐπάτει δυνατὰ μὲ τὰ τσαρούχια του διὰ νὰ τὰ σβήσῃ. Αἱ γυναῖκες δυσφοροῦσαι ἐγόγγυζον, νὰ μὴν πατῇ τὰ κηριά, γιατὶ εἶναι κρῖμα.
Τότε εἷς τῶν παρεστώτων, υἱὸς πλουσίου τοῦ τόπου, ἀπὸ ἐκείνους οἵτινες εἰς τὸ ὕστερον κατέστησαν δανεισταὶ τοῦ Φραγκούλα ―καὶ ὅστις ἐλέγετο ὅτι ἐμελέτα εἰς τὰς ἐκλογὰς νὰ βάλῃ κάλπην ὡς ὑποψήφιος δήμαρχος― ἠκούσθη νὰ λέγῃ ὅτι πρέπει νὰ μάθουν νὰ κάμνουν «οἰκονομία, οἰκονομία στὰ κηριά! ἡ νύχτα μεγαλώνει… ἰσημερία τώρα, κοντεύει… ἔχει νύχτα…»
Ἀλλ᾿ αἱ γυναῖκες, ἐνῷ ἤξευραν, καλύτερα ἀπὸ ἐκεῖνον, ὅλας τὰς οἰκονομίας τοῦ κόσμου, δὲν ἐννοοῦσαν τί θὰ πῇ «οἰκονομία στὰ κηριά», ἀφοῦ ἅπαξ εἶναι ἀγορασμένα καὶ πληρωμένα, καὶ εἶναι μελετημένα καὶ ταμένα ἐξ ἅπαντος νὰ καοῦν, διὰ τὴν χάριν τῆς Παναγίας. Μία ἀπ᾿ αὐτάς, γερόντισσα, ἀνεπόλησε κάτι τι δι᾿ ἕνα θαῦμα, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀκούσει ἀπὸ τὸ συναξάρι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπου ὁ Ἅγιος, εἰς τὴν Σαλονίκην, ἐπέπληξεν αὐστηρῶς τὸν νεωκόρον, ἔχοντα τὴν μανίαν νὰ σβήνῃ μισοκαμένα τὰ κηριά ― καὶ ἡ γερόντισσα ἤρχισε νὰ τὸ διηγῆται χθαμαλῇ τῇ φωνῇ εἰς τὴν πλησίον της: «Ἀδελφὲ Ὀνήσιμε, ἄφες νὰ καοῦν τὰ κηρία, ὅσα προσφέρουν οἱ χριστιανοί, καὶ μὴ ἁμαρτάνῃς…»
Τὴν ἰδίαν ὥραν συνέβη καὶ τοῦτο. Ἐνῷ ὁ παπὰς ἀπήγγελλε τὰς μακρὰς αἰτήσεις τῆς Λιτῆς, ἐπισυνάπτων καὶ τὰ ὀνόματα ὅλα, ζωντανὰ καὶ πεθαμένα, ὅσα τοῦ εἶχον ὑπαγορεύσει ἀφ᾿ ἑσπέρας αἱ εὐλαβεῖς προσκυνήτριαι, ὁ Φραγκούλης ἔψαλλε μεγαλοφώνως τὸ τριπλοῦν «Κύριε Ἐλέησον» μὲ τὴν χονδρὴν φωνήν του, καὶ μὲ ὅλον τὸ πάθος τῆς ψαλτικῆς του. Τότε ὁ μπαρμπα-Δημητρός, ὅστις ἐφαίνετο νὰ εἶχε πειραχθῆ ὀλίγον, ἴσως διότι ὁ Φραγκούλας ἐν τῇ ψαλτομανίᾳ του δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ πῇ κ᾿ ἐκεῖνος ἕνα τροπαράκι σωστό (διότι ἅμα ἤρχιζεν ὁ Δημητρὸς τὸ δικό του, ὁ Φραγκούλας, μὲ τὴν γερήν, κεφαλικὴν φωνήν του, ἐκθύμως συνέψαλλε, τοῦ ἥρπαζε τὴν πρωτοφωνίαν, καὶ ὑπέτασσε καὶ ἐκάλυπτε τὴν ἀσθενῆ καὶ τερετίζουσαν φωνὴν ἐκείνου), ἔλαβε τὸ θάρρος νὰ τοῦ κάμῃ παρατήρησιν.
― Πιὸ σιγά, πιὸ ταπεινά, κὺρ Φραγκούλη· σιγανώτερα νὰ τὸ λὲς τὸ Κύριε ἐλέησον, γιατὶ δὲν ἀκούονται τὰ ὀνόματα, καὶ θέλουν οἱ γυναῖκες νὰ τ᾿ ἀκοῦνε.
Εἶχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αἱ γυναῖκες ἀπῄτουν νὰ λέγωνται ἐκφώνως τὰ ὀνόματα, ὅσα εἶχαν εἰπεῖ εἰς τὸν παπὰν νὰ γράψῃ. Ἐννοοῦσαν νὰ τ᾿ ἀκούῃ κι ὁ Θεὸς κ᾿ ἡ Παναγία κι ὅλος ὁ κόσμος. Ἡ καθεμία ἤθελε ν᾿ ἀκούσῃ «τὰ δικά της τὰ ὀνόματα», καὶ νὰ τ᾿ ἀναγνωρίσῃ, καθὼς ἀπηγγέλλοντο ἀραδιαστά. Ἄλλως θὰ εἶχαν παράπονα κατὰ τοῦ παπᾶ, κι ὁ παπὰς ἂν ἤθελε νὰ φάγῃ κι ἄλλοτε, εἰς τὸ μέλλον, προσφορές, ὤφειλε νὰ τὰ ἔχῃ καλὰ μὲ τὶς ἐνορίτισσες.
Τότε ἡ Ἀργυρή, ἡ πρωτότοκος τοῦ Φραγκούλα, οὖσα τότε δωδεκαέτις, πονηρά, θυμόσοφος κορασίς, καθὼς ἔστεκε πλησίον εἰς τὸν πατέρα της, ἐψήλωσεν ὀλίγον διὰ νὰ φθάσῃ εἰς τὸ οὖς του, καὶ τοῦ λέγει κρυφά:
― Πατέρα, ἄφησε καὶ τὸν μπαρμπα-Δημητρὸ νὰ ψάλῃ «Κύριε ἐλέησον».
Τοῦτο ἦτο ὡς ἔμπνευσις καὶ βοήθημα διὰ τὸν Φραγκούλην. Ἐπειδὴ οὗτος δὲν ἤθελε φανερὰ νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὴν σχεδὸν αὐθάδη παραίνεσιν τοῦ Δημητροῦ, καὶ πάλιν δὲν ἤθελε νὰ δείξῃ ὅτι ἐθύμωσεν, ἐστράφη πρὸς τὸν καλὸν γέροντα, καὶ τοῦ λέγει:
― Πέ, Δημητρό, σαράντα φορὲς τὸ «Κύριε ἐλέησον».
Τότε ὁ μπαρμπα-Δημητρός, ὅστις ἂν καὶ εἶχε γηράσει, δὲν εἶχε μάθει ἀκόμη καλὰ τὰ Τυπικά, καὶ δὲν ἤξευρεν ἀκριβῶς πότε κατὰ τὴν Λιτὴν τὸ Κύριε ἐλέησον λέγεται τρὶς καὶ πότε τεσσαρακοντάκις, ἤρχισε πράγματι νὰ τὸ ψάλλῃ σαράντα φορές, ὥστε ὁ παπὰς ἐβιάσθη ν᾿ ἀπαγγείλῃ ραγδαίως καὶ ἀθρόα τὰ τελευταῖα ὀνόματα, καί, διὰ νὰ εἶναι σύμφωνος μὲ τὸν ψάλτην, ἤρχισε πρὸ τῆς ὥρας νὰ λέγῃ: «…ὑπὲρ τοῦ διαφυλαχθῆναι… ἀπὸ λιμοῦ, λοιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας» καὶ τὰ ἑξῆς.
*
* *
Τέλος, μετὰ τὴν λειτουργίαν, ὁ παπάς, ὁ Φραγκούλας καὶ ἡ οἰκογένειά του, καὶ ὀλίγοι φίλοι, ἐκάθισαν κ᾿ ἔφαγαν ὁμοῦ καὶ ηὐφράνθησαν, καὶ τὴν ἑσπέραν ὁ Φραγκούλης ἐπανήρχετο, εἰρηνικῶς καὶ μὲ ἀγάπην, μετὰ τῆς συζύγου καὶ τῶν τέκνων του, ὑπὸ τὴν οἰκιακὴν στέγην.
Πρὶν παρέλθῃ ἔτος, ἐγεννήθη ἡ Κούμπω. Ἡ κόρη αὕτη, πλάσμα χαριτωμένον καὶ συμπαθές, ἀνετρέφετο καὶ ἡλικιοῦτο, ἐγίνετο τὸ τὸ χάρμα καὶ ἡ παρηγορία τοῦ πατρός της. Δὲν εἶχε μόνον νοημοσύνην πρώιμον, ἀλλὰ κάτι ἄλλο παράδοξον γνώρισμα, οἱονεὶ χαρακτῆρα φρονίμου γυναικὸς εἰς ἡλικίαν παιδίσκης. Ὕστερον, μετὰ χρόνους, ὅταν ἐπῆλθεν ὁ δεύτερος χωρισμός, ἡ Κούμπω, ὀκταέτις τότε, ἔτρεχε πλησίον τοῦ πατρός της, εἰς τὸ «κελλί του», ὅπου κατῴκει εἰς τὴν ἀνωφερῆ ἐσχατιὰν τῆς πολίχνης, καὶ τὸν ἐγέμιζε περιποιήσεις καὶ τρυφερότητας.
Αὐτὴ μόνη ἐδέχετο προθύμως τοὺς πατρικοὺς χαλινούς, ἐνῷ τὰ ἄλλα τέκνα δὲν ἤρχοντο ποτὲ πλησίον τοῦ πατρός των, καὶ διὰ τοῦτο ἐκεῖνος τὴν ὠνόμαζε «τὸ εὐάγωγο». Καθημερινῶς ἔτρεχε νὰ τὸν εὕρῃ, καὶ δὲν ἔπαυε νὰ τὸν παρακαλῇ:
―Ἔλα, πατέρα, στὸ σπίτι· μὴ μᾶς ἀφήσῃς, λέγ᾿ ἡ μητέρα, ζωνταρφανά*.
Μίαν τῶν ἡμερῶν ἔτρεξε δρομαία, φαιδρά, καὶ πνευστιῶσα τοῦ εἶπε:
― Τά ᾽μαθες, πατέρα;… Θὰ παντρέψουμε τ᾿ Ἀργυρώ μας… Ἔλα στὸ σπίτι, γιατὶ δὲν εἶναι πρέπο, λέγει ἡ μητέρα, νὰ εἶστε χωρισμένοι ἐσεῖς, ποὺ θὰ παντρευτῇ τ᾿ Ἀργυρώ μας… γιὰ νὰ μὴν κακιώση ὁ γαμπρός!…
Τῷ ὄντι ὁ Φραγκούλας ἐπείσθη, κ᾿ ἐφιλιώθη μὲ τὴν σύζυγόν του. Ἠρραβώνισαν τὴν Ἀργυρώ, εἶτα μετ᾿ ὀλίγους μῆνας τὴν ἐστεφάνωσαν… Εἶτα πάλιν ἐπῆλθε τρίτος χωρισμὸς μεταξὺ τοῦ παλαιοῦ ἀνδρογύνου, καὶ μ᾿ ἕνα γεροντόπαιδον μαζί, τὸ ὁποῖον ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον σχεδὸν συγχρόνως μὲ τὸν γάμον τῆς πρωτοτόκου.
Τότε ἡ Κούμπω, ἥτις εἶχε γίνει δεκατριῶν ἐτῶν, δὲν ἔπαυε νὰ τρέχῃ πλησίον τοῦ πατρός της, καὶ νὰ τὸν παρακινῇ ν᾿ ἀγαπήσῃ μὲ τὴν μητέρα.
Μίαν ἡμέραν, θλιβερὰ τοῦ εἶπε:
― Δὲν θὰ μπορῶ πλέον νά ᾽ρχωμαι οὔτε στὸ κελλί σου, πατέρα. Εἶναι κάτι κακὲς γυναῖκες, ἐκεῖ στὸ μαχαλά, στὸ δρόμο ποὺ περνῶ, καὶ τὶς ἄκουσα ποὺ λέγανε, καθὼς περνοῦσα: «Νά τὸ κορίτσι τῆς Φραγκούλαινας, ποὺ τὴν ἔχει ἀπαρατήσει ὁ ἄντρας της…» Δὲν τὸ βαστῶ πλέον, πατέρα…
Τῷ ὄντι παρῆλθον τρεῖς ἡμέραι, καὶ ἡ Κούμπω δὲν ἐφάνη εἰς τὸ κελλὶ τοῦ πατρός της. Τὴν τετάρτην ἡμέραν ἦλθε πολὺ ὠχρὰ καὶ μαραμένη, ἐφαίνετο νὰ πάσχῃ.
― Τί ἔχεις, κορίτσι μου; τῆς εἶπεν ὁ πατήρ της.
―Ἂν δὲν ἔλθῃς, πατέρα, τοῦ ἀπήντησεν ἀποτόμως αἴφνης, μὲ παράπονον καὶ μὲ πνιγμένα δάκρυα, νὰ ξεύρῃς, θὰ πεθάνω ἀπ᾿ τὸν καημό μου!…
―Ἔρχομαι, κορίτσι μου, εἶπεν ὁ Φραγκούλης.
Τῷ ὄντι, τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐπῆγεν εἰς τὴν οἰκίαν. Ἀλλ᾿ ἡ νεαρὰ κόρη ἔπεσε πράγματι ἀσθενής, καὶ εἶχε δεινὸν πυρετόν. Ὅταν ὁ πατέρας ἦλθε παρὰ τὴν κλίνην της, καὶ τῆς ἀνήγγειλεν ὅτι ἔκαμεν ἀγάπην μὲ τὴν μητέρα της, διὰ νὰ χαρῇ, ἦτον ἀργὰ πλέον. Ἡ τρυφερὰ παιδίσκη ἐμαράνθη ἐξ ἀγνώστου νόσου, καὶ οὔτε φάρμακον οὔτε νοσηλεία ἴσχυσε νὰ τὴν ἀνακαλέσῃ εἰς τὸν πρόσκαιρον κόσμον. Ἐκοιμήθη χωρὶς ἀγωνίαν καὶ πόνον, ἐξέπνευσεν ὡς πουλί, μὲ τὴν λαλιὰν εἰς τὸ στόμα:
― Πατέρα! πατέρα! στὴν Παναγία νὰ κάμετε μιὰ λειτουργία… μὲ τὴν μητέρα μαζί…
Εἶπε καὶ ἀπέθανε.
Ὁ Φραγκούλης ἔκλαυσεν ἀπαρηγόρητα· ἔκλαυσεν ἀχόρταστα, ὁμοῦ μὲ τὴν σύζυγόν του… Κατόπιν ἀπεσύρθη, κ᾿ ἐξηκολούθησε νὰ κλαίῃ μόνος του, εἰς τὴν ἐρημίαν..
Ὁ τελευταῖος οὗτος χωρισμὸς ἦτον μᾶλλον φιλικὸς καὶ μὲ τὴν συναίνεσιν τῆς Σινιώρας, ἥτις ἔβλεπεν ὅτι ὁ γέρων σύζυγός της ἐπεθύμει μᾶλλον νὰ γίνῃ μοναχός. Ὁ Φραγκούλης ἐνθυμεῖτο τὴν τελευταίαν σύστασιν τῆς Κούμπως, «μὲ τὴν μητέρα μαζί». Μόνον ἓν παροδικὸν πεῖσμα τοῦ εἶχεν ἔλθει. Τοῦ ἐφάνη ὅτι αἱ ἴδιαι ἀδελφαί της, ἡ ὕπανδρος, καὶ ἡ ἄλλη ἡ δευτερότοκος, δὲν τὴν ἐλυπήθησαν ὅσον ἔπρεπε, δὲν τὴν ἐπένθησαν ὅσον τῆς ἤξιζε, τὴν ἀτυχῆ μικράν, τὴν Κούμπω. Ἔκτοτε ἐξηκολούθει νὰ ζῇ ὁλομόναχος πάλιν, τώρα, «ἐπὶ γήραος οὐδῷ». Καὶ ἐνθυμεῖτο τὸν στίχον τοῦ Ψαλτηρίου: «Μὴ ἀπώσῃ με εἰς καιρὸν γήρως… καὶ ἕως γήρως καὶ πρεσβείου μὴ ἐγκαταλίπῃς με».
Καὶ τὴν ἡμέραν αὐτήν, τὴν παραμονὴν τῆς Κοιμήσεως πάλιν, τὸν εὑρίσκομεν νὰ κάθηται εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου, καὶ νὰ καπνίζῃ μελαγχολικῶς τὸ τσιμπούκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμέν… ἀναλογιζόμενος τόσα ἄλλα καὶ τοὺς ὀχληροὺς δανειστάς του, οἱ ὁποῖοι τοῦ εἶχαν πάρει ἐν τῷ μεταξὺ τὸ καλύτερον κτῆμα· ἕνα ὁλόκληρον βουνόν, ἐλαιῶνα, ἄμπελον, ἀγρὸν μὲ ὀπωροφόρα δένδρα, μὲ βρύσιν, μὲ ρέμα καὶ νερόμυλον … καὶ νὰ ἐκχύνῃ τὰ παράπονά του εἰς θρηνώδεις μελῳδίας πρὸς τὴν Παναγίαν.
«Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου με ζάλαι, ὥσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε…»
Κ᾿ ἐπόθει ὁλοψύχως τὸν μοναχικὸν βίον, ὀλίγον ἀργά, κ᾿ ἐπεκαλεῖτο μεγάλῃ τῇ φωνῇ τὸν «Γλυκασμὸν τῶν Ἀγγέλων, τῶν θλιβομένων τὴν χαράν», ὅπως ἔλθῃ εἰς αὐτὸν βοηθὸς καὶ σώτειρα·«ἀντιλαβοῦ μου καὶ ῥῦσαι,τῶν αἰωνίων βασάνων…»
(1906)
Ἀνάμεσα εἰς συντρίμματα καὶ ἐρείπια, λείψανα παλαιᾶς κατοικίας ἀνθρώπων ἐν μέσῳ ἀγριοσυκῶν, μορεῶν μὲ ἐρυθροὺς καρπούς, εἰς ἔρημον τόπον, ἀπόκρημνον ἀκτὴν πρὸς μίαν παραλίαν βορειοδυτικὴν τῆς νήσου, ὅπου τὴν νύκτα ἑπόμενον ἦτο νὰ βγαίνουν καὶ πολλὰ φαντάσματα, εἴδωλα ψυχῶν κουρασμένων, σκιαὶ ἐπιστρέφουσαι, καθὼς λέγουν, ἀπὸ τὸν ἀσφοδελὸν λειμῶνα, ἀφήνουσαι κενὰς οἰμωγὰς εἰς τὴν ἐρημίαν, θρηνοῦσαι τὸ πάλαι ποτὲ πρόσκαιρον σκήνωμά των εἰς τὸν ἐπάνω κόσμον ― ἐκεῖ ανάμεσα ἐσώζετο ἀκόμη ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. Δὲν ὑπῆρχε πλέον οἰκία ὀρθή, δὲν ὑπῆρχε στέγη καὶ ἄσυλον, εἰς ὅλον τὸ ὀροπέδιον ἐκεῖνο, παρὰ τὴν ἀπορρῶγα ἀκτήν. Μόνος ὁ μικρὸς ναΐσκος ὑπῆρχε, καὶ εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου ὁ Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας εἶχε κτίσει μικρὸν ὑπόστεγον, καλύβην μᾶλλον ἢ οἰκίαν, λαβὼν τὴν ξυλείαν, ὅσην ἠδυνήθη νὰ εὕρῃ, καί τινας λίθους ἀπὸ τὰ τόσα τριγύρω ἐρείπια, διὰ νὰ στεγάζεται προχείρως ἐκεῖ καὶ καπνίζῃ ἀκατακρίτως τὸ τσιμπούκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμέν*, ἔξω τοῦ ναοῦ, ὁ φιλέρημος γέρων.
Ὁ ναΐσκος ἦτο ἰδιόκτητος· πρᾶγμα σπάνιον εἰς τὸν τόπον, λείψανον παλαιοῦ θεσμοῦ· ἦτον κτῆμα αὐτοῦ τοῦ γέροντος Φραγκούλα. Ὁ ἀξιότιμος πρεσβύτης, φέρων ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ γνωρίσματα προεστοῦ, ὡραῖον φέσι τοῦ Τουνεζίου, ἐπανωβράκι* τσόχινον, μὲ ζώνην πλατεῖαν κεντητήν, μακρὰν τσιμπούκαν μὲ ἠλέκτρινον μαμέν, καὶ κρατῶν μὲ τὴν ἀριστερὰν ἠλέκτρινον μακρὸν κομβολόγιον, δὲν ἦτο καὶ πολὺ γέρων, ὣς πενηνταπέντε χρόνων ἄνθρωπος. Κατήγετο ἀπὸ τὴν ἀρχαιοτέραν καὶ πλέον γνησίως αὐτόχθονα οἰκογένειαν τοῦ τόπου. Ἦτον ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας εὐσταλής, ὑψηλός, λεπτὸς τὴν μέσην, μελαχροινός, μὲ ἁδροὺς χαρακτῆρας τοῦ προσώπου, δασείας ὀφρῦς, ὀφθαλμοὺς μεγάλους, ὀγκώδη ρῖνα, χονδρὰ χείλη προέχοντα. Ἠγάπα πολὺ τὰ μουσικά, τά τε ἐκκλησιαστικὰ καὶ τὰ ἐξωτερικά, ὑπῆρξε δὲ μὲ τὴν χονδρὴν ἀλλὰ παθητικὴν φωνήν του ψάλτης καὶ τραγουδιστὴς εἰς τὸν καιρόν του μέχρι γήρατος.
Τὴν Σινιώραν, ὡραίαν νέαν, λεπτοφυῆ, λευκοτάτην, τὴν εἶχε νυμφευθῆ ἀπὸ ἔρωτα. Ἤδη εἶχε συζήσει μαζί της ὑπὲρ τὰ εἴκοσι πέντε ἔτη, καὶ εἶχεν ἀποκτήσει τέσσαρας υἱοὺς καὶ τρεῖς θυγατέρας. Ἀλλὰ τώρα, εἰς τὸν οὐδὸν τοῦ γήρατος, δὲν συνέζη πλέον μαζί της.
Εἶχε χωρίσει ἅπαξ ἤδη, ἀφοῦ ἐγεννήθησαν τὰ τέσσαρα πρῶτα παιδία, δύο υἱοὶ καὶ δύο θυγατέρες· ὁ πρῶτος οὗτος χωρισμὸς διήρκεσεν ἐπί τινας μῆνας. Εἶτα ἐπῆλθε συνδιαλλαγὴ καὶ συμβίωσις πάλιν. Τότε ἐγεννήθησαν ἄλλα δύο τέκνα, υἱὸς καὶ θυγάτριον. Εἶτα ἐπῆλθε δεύτερος χωρισμός, ὑπὲρ τὸ ἔτος διαρκέσας. Μετὰ τὸν χωρισμόν, δευτέρα συνδιαλλαγη. Τότε ἐγεννήθη ὁ τελευταῖος υἱός. Ἀκολούθως ἐπῆλθε μακρὸς χωρισμὸς μεταξὺ τῶν συζύγων. Ὁ τελευταῖος οὗτος χωρισμός, μετὰ πολλὰς ἀγόνους ἀποπείρας συνδιαλλαγῆς, διήρκει ἤδη ἀπὸ τριῶν ἐτῶν καὶ ἡμίσεος. Δὲν ἦτο πλέον φόβος νὰ γεννηθοῦν ἄλλα τέκνα. Ἡ Σινιώρα ἦτον ὑπερτεσσαρακοντοῦτις ἤδη.
*
* *
Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, τῆς 13 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 186… ἐκάθητο μόνος, ὁλομόναχος, ἔξω τοῦ ναΐσκου, εἰς τὸ προαύλιον, ἔμπροσθεν τῆς καλύβης τὴν ὁποίαν εἶχε κτίσει, ἐκάπνιζε τὸ τσιμπούκι του, κ᾿ ἐρρέμβαζεν. Ὁ καπνὸς ἀπὸ τὸν λουλὰν ἀνέθρῳσκε καὶ ἀνέβαινεν εἰς κυανοῦς κύκλους εἰς τὸ κενόν, καὶ οἱ λογισμοὶ τοῦ ἀνθρώπου ἐφαίνοντο νὰ παρακολουθοῦν τοὺς κύκλους τοῦ καπνοῦ, καὶ νὰ χάνωνται μετ᾿ αὐτῶν εἰς τὸ ἀχανές, τὸ ἄπειρον. Τί ἐσκέπτετο;
Βεβαίως, τὴν σύζυγόν του, μὲ τὴν ὁποίαν ἦσαν εἰς διάστασιν, καὶ τὰ τέκνα του, τὰ ὁποῖα σπανίως ἔβλεπεν. Ἐσχάτως τοῦ εἶχον παρουσιασθῆ, πρώτην φορὰν εἰς τὴν ζωήν του, καὶ οἰκονομικαὶ στενοχωρίαι. Ὁ Φραγκούλας ἦτο μεγαλοκτηματίας. Εἶχε παμπόλλους ἐλαιῶνας, ἀμπέλια ἀρκετά, καὶ χωράφια ἀμέτρητα. Μόνον ἀπὸ τὸν ἀντίσπορον τῶν χωραφίων ἠμποροῦσε νὰ μὴν ἀγοράζῃ ψωμὶ δι᾿ ὅλου τοῦ ἔτους, αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένειά του. Οἱ δὲ ἐλαιῶνες, ὅταν ἐκαρποφόρουν, ἔδιδον ἀρκετὸν εἰσόδημα. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ δὲν εἰργάζετο ποτὲ μόνος του, τὰ ἔξοδα «τὸν ἔτρωγαν»! Εἶτα αὐξανομένης τῆς οἰκογενείας, συνηυξάνοντο καὶ αἱ ἀνάγκαι. Καὶ ὅσον ηὔξανον τὰ ἔξοδα, τόσον τὰ ἔσοδα ἠλαττοῦντο. Ἦλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», ἀφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Εἶτα, διὰ πρώτην φοράν, ἔλαβεν ἀνάγκην μικρῶν δανείων. Δὲν ἐφαντάζετο ποτὲ ὅτι μία μικρὰ κάμπη ἀρκεῖ διὰ νὰ καταστρέψῃ ὁλόκληρον φυτείαν. Ἀπηυθύνθη εἰς ἕνα τοκογλύφον τοῦ τόπου.
Οἱ τοιοῦτοι ἦσαν ἄνθρωποι «φερτοί», ἀπ᾿ ἔξω, καὶ ὅταν κατέφυγον εἰς τὸν τόπον, ἐν ὥρᾳ συμφορᾶς καὶ ἀνεμοζάλης, κατὰ τὴν Μεγάλην Ἐπανάστασιν ἢ κατὰ τὰ ἄλλα κινήματα τὰ πρὸ αὐτῆς, ἀρχομένης τῆς ἑκατονταετηρίδος, κανεὶς δὲν ἔδωκε προσοχὴν καὶ σημασίαν εἰς αὐτούς.
Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ οἱ ἐντόπιοι εἶχον ἀποκλειστικὴν προσήλωσιν εἰς τὰ κτήματα, οὗτοι, οἱ ἐπήλυδες, ὡς πράττουσιν ὅλοι οἱ φύσει καὶ θέσει Ἑβραῖοι, ἔδωκαν ὅλην τὴν σημασίαν καὶ τὴν προσοχήν των εἰς τὰ χρήματα. Ἤνοιξαν ἐργαστήρια, μαγαζεῖα, κ᾿ ἐμπορεύοντο, κ᾿ ἐχρηματίζοντο. Εἶτα ἦλθεν ὥρα, ὅπως καὶ τώρα καὶ πάντοτε συμβαίνει, ὁπότε οἱ ἐντόπιοι ἔλαβον ἀνάγκην τῶν χρημάτων, καὶ τότε ἤρχισαν νὰ ὑποθηκεύουν τὰ κτήματα. Ἑωσότου παρῆλθε μία γενεά, ἢ μία καὶ ἡμίσεια, καὶ τὰ χρήματα ἐπέστρεψαν εἰς τοὺς δανειστάς, συμπαραλαβόντα μεθ᾿ ἑαυτῶν καὶ τὰ κτήματα.
Ἕως τότε δὲν εἶχε συλλογισθῆ τοιαῦτα πράγματα ὁ Φραγκούλης Φραγκούλας, οὔτε τὸν ἔμελε ποτέ του περὶ χρημάτων. Ἀλλ᾿ ἐπ᾿ ἐσχάτων, εἶχε λάβει ἀνάγκην καὶ δευτέρου καὶ τρίτου δανείου, καὶ οἱ δανεισταὶ προθύμως τοῦ ἔδιδαν, ἀλλ᾿ ἀπῄτουν νὰ τοὺς καθιστᾷ ὑπέγγυα τὰ καλύτερα κτήματα, ἐκ τῶν ὁποίων ἕκαστον εἶχε, κατ᾿ αὐτὸν ἐκτιμητήν, δεκαπλασίαν ἀξίαν τοῦ ποσοῦ τοῦ δανειζομένου. Πλὴν φεῦ! αὐτὸς δὲν ἦτο ὁ μόνος καημός του…
Ὁ Φραγκούλης Φραγκούλας δὲν ἐφόρει πλέον τὸ ὡραῖόν του μαῦρον φέσι, τὸ τουνεζιάνικον· ἔφερεν οἰκιακὸν μαῦρον σκοῦφον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς. Ἀλλ᾿ εὑρίσκετο σήμερον εἰς τὴν ἐξοχήν. Ἐὰν τὸν συνηντῶμεν τὴν προτεραίαν εἰς τὴν ἀγοράν, κάτω εἰς τὴν πολίχνην, θὰ ἐβλέπομεν ὅτι εἶχε βάψει μαῦρον τὸ φέσι του… Εἶχε πρόσφατον πένθος.
*
* *
«Ἄχ! Τό ᾽χασα, τὸ καημένο μ᾿, τὸ εὐάγωγο, τό ᾽χασα!»
Ὁ γερο-Φραγκούλης ἐστέναξε, καὶ εἶχε δίκαιον νὰ στενάξῃ. Τὸ καλύτερον κοράσιόν του, τὸ τρίτον, τὸ μικρότερον, δεκατετραετὲς μόλις τὴν ἡλικίαν ―τὸ ὁποῖον εἶχε γεννηθῆ κατά τι διάλειμμα ἔρωτος μεταξὺ δύο χωρισμῶν― τοῦ εἶχεν ἀποθάνει πρὸ ὀλίγων μηνῶν…
Καὶ αὐτὸς ἦλθεν εἰς τὴν Παναγίαν, διὰ νὰ κλαύσῃ καὶ νὰ πῇ τὸν πόνον του. Ἦτον κτῆμά του ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. Τὸ ἐκκλησίδιον ἦτον εὐπρεπέστατον, ὡραῖα στολισμένον καὶ εἶχε καλὰς εἰκόνας, καὶ μάλιστα τὴν φερώνυμον, τὴν γλυκεῖαν Παναγίαν τὴν Πρέκλαν, σκαλιστὸν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλεον καὶ μανουάλια ὀρειχάλκινα, κανδήλια ἀργυρᾶ. Ἔφερε πάντοτε ὁ ἰδιοκτήτης μαζί του τὴν βαρεῖαν ὑπερμεγέθη κλεῖδα τῆς δρυΐνης θύρας τῆς στερεᾶς, καὶ δὲν ἔλειπε συχνὰ νὰ ἐπισκέπτεται τὴν Παναγίαν του· ἱερόσυλος εὐτυχῶς κανεὶς ἀκόμη δὲν εἶχεν ἀναφανῆ εἰς τὰ μέρη αὐτά.
Ἦτον ἡ προπαραμονὴ τῆς ἑορτῆς, ὅτε θὰ ἐτελεῖτο πανήγυρις εἰς τὸν ναΐσκον, τιμώμενον ἐπ᾿ ὀνόματι τῆς Κοιμήσεως. Θὰ ἤρχοντο ἀπὸ τὸν τόπον πολλαὶ οἰκογένειαι καὶ ἄτομα, δωδεκάδες τινὲς προσκυνητῶν καὶ πανηγυριστῶν, καὶ ὁ παπα-Νικόλας, ὁ συμπέθερός του. Εἰς τὸν παπα-Νικόλαν ὁ Φραγκούλας ἔδιδε διὰ τὸν κόπον του ἓν τάλληρον, περιπλέον δὲ εἰσέπραττεν ὁ παπὰς διὰ λογαριασμόν του τὰς δεκάρας, ὅσας ἔδιδαν αἱ γυναῖκες «διὰ νὰ γράψουν τὰ ὀνόματα» ἢ τὰ «ψυχοχάρτια».
Ὅλα τ᾿ ἄλλα, προσφοράς, ἀρτοκλασίας, πώλησιν κηρίων, κτλ. τὰ εἰσέπραττεν ὁ Φραγκούλας ὡς εἰσόδημα ἰδικόν του…
Καὶ τώρα τοὺς ἐπερίμενε νὰ ἔλθουν πάλιν… καὶ ἀνελογίζετο πῶς ἄλλοτε, ὅταν ἦτον νέος ἀκόμη, μετὰ τὸν πρῶτον χωρισμὸν ἀπὸ τὴν γυναῖκά του, ἡ πανήγυρις αὐτὴ τῆς Παναγίας τῆς Κοιμήσεως ἔγινεν ἀφορμὴ διὰ νὰ ἐπέλθῃ συνδιαλλαγὴ μετὰ τῆς γυναικός του. Κατόπιν τῆς συνδιαλλαγῆς ἐκείνης ἐγεννήθη ὁ τρίτος υἱός, καὶ τὸ Κουμπώ, τὸ θυγάτριον τὸ ὁποῖον ἐθρήνει τώρα ὁ γερο-Φραγκούλας…
«Τό ᾽χασα τὸ καημένο μου, τὸ εὐάγωγο, τό ᾽χασα!…»
Ὤ, δὲν ἐλυπεῖτο τώρα τόσον πολὺ τὸν ἀπὸ τῆς γυναικός του χωρισμόν ―τὴν ὁποίαν ἄλλως τρυφερῶς ἠγάπα― ὅσον ἐθρήνει τὴν σκληρὰν ἀπώλειαν ἐκείνην τῆς κορασίδος, τὴν ὁποίαν εἰς τὸν ἄλλον κόσμον ἤλπιζε μόνον νὰ ἐπανεύρῃ… Καὶ κατενύσσετο πολὺ ἡ καρδία του κ᾿ ἐθλίβετο… Καὶ ἀνελογίσθη ὅτι τὸ πάλαι ἐδῶ οἱ χριστιανοί, ὅσοι ἦσαν ὡς αὐτὸς τεθλιμμένοι, εἰς τὸν ναΐσκον αὐτὸν τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας, ἤρχοντο τὰς ἡμέρας αὐτὰς νὰ εὕρωσι, διὰ τῆς ἐγκρατείας καὶ τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ ἱεροῦ ᾄσματος, ἀναψυχὴν καὶ παραμυθίαν… Τὸν παλαιὸν καιρόν, πρὸ τοῦ Εἰκοσιένα, ὅταν τὸ σήμερον ἔρημον καὶ κατηρειπωμένον χωρίον ἐκατοικεῖτο ἀκόμη, ὅλοι οἱ κάτοικοι καὶ τῶν δύο ἐνοριῶν ἤρχοντο εἰς τὸν ναὸν τῆς Πρέκλας, ὅστις ἦτο ἁπλοῦν παρεκκλήσιον, ν᾿ ἀκούσωσι τὰς ψαλλομένας Παρακλήσεις, καθ᾿ ὅλον τὸν Δεκαπενταύγουστον…
Ἄφησεν εἰς τὴν ἄκρην τὸ τσιμπούκι, τὸ ὁποῖον εἶχε σβήσει ἤδη ἀνεπαισθήτως, ἐν μέσῳ τῆς ἀλλοφροσύνης καὶ τῶν ρεμβασμῶν τοῦ καπνιστοῦ, καὶ ἀκουσίως ἤρχισε νὰ ὑποψάλλῃ.
Ἔλεγε τὸν Μέγαν Παρακλητικὸν κανόνα τὸν εἰς τὴν Παναγίαν, ὅπου διεκτραγῳδοῦνται τὰ παθήματα καὶ τὰ βάσανα μιᾶς ψυχῆς, καὶ τὴν σειρὰν ὅλην τῶν κατανυκτικῶν ὕμνων, ὅπου εἷς βασιλεὺς Ἕλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, ἀπὸ Λατίνους καὶ Ἄραβας καὶ τοὺς ἰδικούς του, διεκτραγῳδεῖ πρὸς τὴν Παναγίαν τοὺς ἰδίους πόνους του, καὶ τοὺς διωγμοὺς ὅσους ὑπέφερεν ἀπὸ τὰ στίφη τῶν βαρβάρων, τὰ ὁποῖα ὀνομάζει νέφη.
Εἶτα, κατὰ μικρόν, ἀφοῦ εἶπεν ὅσα τροπάρια ἐνθυμεῖτο ἀπὸ στήθους, ὕψωσεν ἀκουσίως τὴν φωνήν, καὶ ἤρχισε νὰ μέλπῃ τὸ ἀθάνατον ἐκεῖνο:
«Ἀπόστολοι ἐκ περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε,
Γεθσημανῇ τῷ χωρίῳ, κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα.
Καὶ σύ, Υἱὲ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα».
… Καὶ εἶτα προσέτι, παρεκάλει διὰ τοῦ ᾄσματος τὴν Παναγίαν, νὰ εἶναι μεσίτρια πρὸς τὸν Θεόν, «μὴ μοῦ ἐλέγξῃ τὰς πράξεις, ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων…» Ὤ, αὐτὸ εἶχε τὴν δύναμιν καὶ τὸ προνόμιον νὰ κάμνῃ πολλὰ ζεύγη ὀφθαλμῶν νὰ κλαίωσι τὸν παλαιὸν καιρόν, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἔκλαιον ἀκόμη ἑκούσια δάκρυα ἐκ συναισθήσεως…
Ὁ γερο-Φραγκούλας ἐπίστευε καὶ ἔκλαιεν… Ὤ, ναί, ἦτον ἄνθρωπος ἀσθενής· ἠγάπα καὶ ἡμάρτανε καὶ μετενόει… Ἠγάπα τὴν θρησκείαν, ἠγάπα καὶ τὴν σύζυγον καὶ τὰ τέκνα του, ἐπόθει ἀκόμη τὸν συζυγικὸν βίον, ἐπόθει καὶ τὸν βίον τὸν μοναχικόν. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εἶχεν ἀγαπήσει ἐξ ὅλης καρδίας τὴν Σινιωρίτσαν του… καὶ τὴν ἠγάπα ἀκόμη. Ἀλλ᾿ ὅσον τρυφερὸς ἦτο εἰς τὸν ἔρωτα, τόσον εὐεπίφορος εἰς τὸ πεῖσμα, καὶ τόσον γοργὸς εἰς ὀργήν. Ὤ! ἀτέλειαι τῶν ἀνθρώπων.
Τώρα, εἰς τοὺς τελευταίους χρόνους, εἶχε γνωρίσει ἀκόμη καὶ τὴν οἰκονομικὴν στενοχωρίαν, τὸ παράπονον τῆς ξεπεσμένης ἀρχοντιᾶς, τὰς πιέσεις καὶ τὰς ἀπειλὰς τῶν τοκογλύφων. «Τὸ διάφορο, κεφάλι*! τὸ διάφορο, κεφάλι!» Ἐπὶ τέσσαρας ἐνιαυτοὺς ἦτο ἀφορία, αἱ ἐλαῖαι δὲν ἐκαρποφόρησαν· ὁ καρπὸς εἶχε προσβληθῆ ἀπὸ ἄγνωστον ἀσθένειαν, διὰ τὰς ἁμαρτίας τῶν ἰδιοκτητῶν. Εἶχαν κιτρινίσει καὶ μαυρίσει αἱ ἐλαῖαι, καὶ ἦσαν γεμᾶται ἀπὸ βοῦλες, καὶ εἶχαν πέσει ἄκαιρα. Τόσα «ὑποστατικά», τόσα «μούλκια»*, τόσο «βιός», ἀγύριστα* κτήματα, σχεδὸν τσιφλίκια, ἠπειλοῦντο νὰ περιέλθωσιν εἰς χεῖρας τῶν τοκογλύφων. ― Ἐγέννα ἢ ὄχι ἡ γῆ, ἐκαρποφόρουν ἢ ὄχι τὰ δένδρα, ὁ τόκος δὲν ἔπαυε. Τὰ κεφάλαια «ἔτικτον». Ἔπαυσε νὰ τίκτῃ ἡ γόνιμος (ὅπως λέγει ὁ Ἅγ. Βασίλειος), ἀφοῦ τὰ ἄγονα ἤρχισαν κ᾿ ἐξηκολούθουν νὰ τίκτουν…
Ἀνελογίζετο αὐτά, κ᾿ ἔκλαιεν ἡ ψυχή του. Δὲν ἤλπιζε πλέον, οὔτε ηὔχετο σχεδόν, νὰ ἤρχετο ἡ Σινιωρίτσα αὔριον, εἰς τὴν πανήγυριν, ὅπως ἤρχετο τακτικὰ κάθε χρόνον, ἄλλοτε, ὅταν ἦσαν «μονοιασμένοι» ― ὅπως εἶχεν ἔλθει καὶ ἅπαξ, εἰς καιρὸν ὁποὺ εὑρίσκοντο χωρισμένοι, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν… Τώρα μόνον ἡ ψυχὴ τῆς Κούμπως, τῆς ἀθῴας μικρᾶς παρθένου, εἴθε νὰ παρίστατο ἀοράτως εἰς τὴν πανήγυριν, ἀγαλλομένη.
Ὤ! ἄλλοτε, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν, πρὶν γεννηθῇ ἀκόμη ἡ Κούμπω ― ναί, ἡ Παναγία εἶχε δωρήσει τὸ ἁβρὸν ἐκεῖνο ἄνθος εἰς τὸν Φραγκούλην καὶ τὴν Σινιώραν, καὶ ἡ Παναγία πάλιν τὸ εἶχε δρέψει καὶ τὸ εἶχεν ἀναλάβει πλησίον της, πρὶν μολυνθῇ ἐκ τῆς ἐπαφῆς τῶν ματαίων τοῦ κόσμου… Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εἶχε συμβῆ ὁ πρῶτος χωρισμός, τὸ πρῶτον πεῖσμα, τὸ πρῶτον κάκιωμα μεταξὺ τῶν συζύγων. Καὶ ὁ Φραγκούλης, θυμώδης, ὀξύχολος, δριμύς, εἶχεν ἀναβῆ, ὅπως τώρα, ἀπὸ τὴν πολίχνην τὴν κατοικημένην εἰς τὸ παλαιὸν χωρίον τὸ ἔρημον, τοῦ ὁποίου ἐσώζοντο τότε ἀκόμη ὀλίγισται οἰκίαι, καὶ δὲν ἦτο ἐρείπιον ὅλον, ὅπως σήμερον. Καὶ καθὼς τώρα, εἶχεν ἔλθει δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας πρὸ τῆς ἑορτῆς εἰς τὸ παρεκκλήσιον τῆς Πρέκλας, ἐκάθητο δὲ εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ ναΐσκου κ᾿ ἐκάπνιζε τὸ μακρὸν τσιμπούκι μὲ τὸ ἠλέκτρινον ἐπιστόμιον. Πλὴν τότε τὸ φέσι του ἦτο κατακόκκινον, καὶ τώρα ἐφόρει μαῦρον σκοῦφον… Καὶ τότε ὁ Φραγκούλης ἦτον σαράντα χρόνων, καὶ τώρα ἦτον πενηνταπέντε… Τότε ἔτρεφε πεῖσμα καὶ χολήν, ἀλλ᾿ εἶχε πολὺ περισσότερον καὶ βαθύτερον συζυγικὸν ἔρωτα, καὶ μόνον νύξιν ἤθελεν· ἦτον ἕτοιμος νὰ συγχωρήσῃ· καὶ ν᾿ ἀγαπήσῃ… Ἀλλὰ τώρα δὲν ἔχει πλέον οὔτε πεῖσμα σχεδὸν οὔτε ὀργήν, ἠγάπα τὴν Σινιώραν, τὴν ἐπόνει, ἀλλ᾿ ἔκλαιε πολὺ περισσότερον διὰ τὸ θυγάτριόν του, τὸ Κουμπώ, «τὸ καημένο, τὸ εὐάγωγο!»
Ἐκείνην τὴν φοράν, ὁ παπα-Νικόλας, ἅμα ἔφθασε τὴν παραμονήν, ἀκολουθούμενος ἀπὸ πλῆθος προσκυνητῶν διὰ τὴν πανήγυριν, ἐστάθη πλησίον τῆς θύρας τοῦ ναοῦ, παρὰ τὴν γωνίαν, καὶ τοῦ εἶπε μυστηριωδῶς:
― Θά ᾽χῃς μουσαφιρλίκια, θαρρῶ.
― Τί τρέχει, παπά; ἠρώτησε μειδιῶν ὁ Φραγκούλας, ὅστις ἐμάντευσε πάραυτα.
― Θὰ σοῦ ἔλθῃ τ᾿ ἀσκέρι… Κοίταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρὶς πείσματα…
Ὁ παπάς, ἀσκέρι λέγων, ἐννοοῦσε προφανῶς τὴν οἰκογένειαν τοῦ Φραγκούλα· ἀλλὰ τάχα μόνον τὰ παιδία τὰ δύο μεγαλύτερα ἐκ τῶν τεσσάρων; ― καθόσον τὰ ἄλλα δύο τὰ μικρά, δὲν θὰ ἠδύναντο νὰ κουβαληθοῦν εἰς διάστημα τριῶν ὡρῶν ὁδοιπορίας χωρὶς τὴν μητέρα των. Ὁ Φραγκούλης ἠθέλησε νὰ βεβαιωθῇ.
― Θά ᾽ρθῃ μαζὶ κ᾿ ἡ μάννα τους;
― Βέβαια… πιστεύω, εἶπεν ὁ παπάς.
*
* *
Τῷ ὄντι, ὅταν ἐβράδιασε καλά, καὶ ἤρχισε νὰ σκοτεινιάζῃ, ἡ κυρα-Σινιώρα ἦλθε, μαζὶ μὲ τὴν γραῖαν μητέρα της, καὶ μὲ τὰ τέσσαρα παιδιά της, ἐν συνοδίᾳ καὶ ἄλλων προσκυνητριῶν, γειτονισσῶν ἢ συγγενῶν της. Ἀπὸ πολλῶν μηνῶν δὲν εἶχεν ἰδεῖ τὸν σύζυγόν της, ὅστις εἶχε κατοικήσει χωριστά, ― εἰς εὐτελὲς δωμάτιον, χάριν ταπεινώσεως, τὸ ὁποῖον ὠνόμαζε «τὸ κελλί του», καὶ ἔζη ἀπὸ μηνῶν ὡς καλόγηρος. Ἐπλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα· ὁ Φραγκούλης ἵστατο ἐκεῖ, παραπέρα ἀπὸ τὴν θύραν τῆς ἐκκλησίας, κ᾿ ἔκαμνε πὼς ἔβλεπεν ἀλλοῦ, καὶ πὼς ἐπρόσεχεν εἴς τινα ὁμιλίαν περὶ ἀγροτικῶν ὑποθέσεων, μεταξὺ δύο ἢ τριῶν χωρικῶν.
Ἡ Σινιώρα εἰσῆλθεν εἰς τὸν ναΐσκον, ἐπροσκύνησεν, ἐκόλλησε κηρία, καὶ ἠσπάσθη τὰς εἰκόνας. Εἶτα, μετά τινα ὥραν, ἐξῆλθεν. Ἐπλησίασε συνεσταλμένη, κ᾿ ἐχαιρέτισε τὸν σύζυγόν της. Οὗτος ἔτεινε πρὸς αὐτὴν τὴν χεῖρα, καὶ ἠσπάσθη φιλοστόργως τὰ τέκνα του.
Ἤδη ἐνύκτωνε, καὶ ἐψάλη ὁ Μικρὸς Ἑσπερινός. Ἀκολούθως, μετὰ τὸ λιτὸν σαρακοστιανὸν τὸ ὁποῖον ἔφαγον κατὰ ὁμάδας καθίσαντες οἱ διάφοροι προσκυνηταί, ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ, ἐπὶ τῶν χόρτων καὶ τῶν ἐρειπίων, ὁ Φραγκούλης ἡτοίμασεν ἰδιοχείρως ξύλινον σήμαντρον, πρόχειρον, κατὰ μίμησιν ἐκείνων τὰ ὁποῖα συνηθίζονται εἰς τὰ μοναστήρια, καὶ φέρων τρεῖς γύρους περὶ τὸν ναόν, τὸ ἔκρουσε μόνος του, πρῶτον εἰς τροχαϊκὸν ρυθμόν, «τὸν Ἀδάμ, Ἀδάμ, Ἀδάμ!» εἶτα εἰς ἰαμβικόν, «τὸ τάλαντον! τὸ τάλαντον!»
Εὐθὺς τότε, τὰ δύο παιδία τοῦ Φραγκούλα, καὶ πέντε ἢ ἓξ ἄλλοι μικροὶ μοσχομάγκαι, ἀνερριχήθησαν ἐπάνω εἰς τὴν στέγην τοῦ ναοῦ, ἄνωθεν τῆς θύρας, καὶ ἤρχισαν νὰ βαροῦν τρελά, ἀλύπητα, ἀχόρταστα, τὸν μικρὸν μισορραγισμένον κώδωνα, τὸν κρεμάμενον ἀπὸ δύο διχαλωτῶν ξύλων ἐκεῖ ἐπάνω. Ὕστερον ἀπὸ πολλὰς φωνάς, μαλώματα καὶ ἐπιπλήξεις τοῦ Φραγκούλα, τοῦ μπαρμπα-Δημητροῦ τοῦ ψάλτου, καὶ τοῦ Παναγιώτου τῆς Ἀντωνίτσας (ἑνὸς καλοῦ χωρικοῦ, ὅστις δὲν ἐκουράζετο νὰ τρέχῃ εἰς ὅλα τὰ ἐξωκκλήσια, καὶ νὰ κάμνῃ «κουμάντο», ἑωσοῦ ἐπὶ τέλους ἡ Δημαρχία ἠναγκάσθη νὰ τὸν ἀναγνωρίσῃ ὡς ἰσόβιον ἐπίτροπον ὅλων τῶν ἐξοχικῶν ναῶν), τὰ παιδία μόλις ἔπαυσαν ὀψέποτε νὰ κρούουν τὸν κώδωνα, κ᾿ ἐξεκόλλησαν τέλος ἀπὸ τὴν στέγην τοῦ ναΐσκου. Ὁ παπα-Νικόλας ἔβαλεν εὐλογητόν, καὶ ἤρχισεν ἡ ἀκολουθία τῆς Ἀγρυπνίας.
Ὁ Φραγκούλας ἦτο τόσον εὐδιάθετος ἐκείνην τὴν ἑσπέραν, ὥστε ἀπὸ τοῦ «Ἐλέησόν με ὁ Θεός», τῆς ἀρχῆς τοῦ Ἀποδείπνου, μέχρι τοῦ «Εἴη τὸ ὄνομα», εἰς τὸ τέλος τῆς Λειτουργίας ―ὅπου ἡ παννυχὶς διήρκεσεν ὀκτὼ ὥρας ἄνευ διαλείμματος― ὅλα τὰ ἔψαλε καὶ τὰ ἀπήγγειλε μόνος του ἀπὸ τοῦ δεξιοῦ χοροῦ, μόλις ἐπιτρέπων εἰς τὸν κὺρ Δημητρόν, τὸν κάτοχον τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ, νὰ λέγῃ κι αὐτὸς ἀπὸ κανένα τροπαράκι, διὰ νὰ ξενυστάξῃ. Ἔψαλε τὸ «Θεαρχίῳ νεύματι» καὶ εἰς τοὺς ὀκτὼ ἤχους μοναχός του, προφάσει ὅτι ὁ κὺρ Δημητρὸς «δὲν εὕρισκεν εὔκολα τὸν ἦχον», ἤτοι δὲν ἠδύνατο νὰ μεταβῇ ἀβιάστως καὶ ἄνευ χασμωδίας ἀπὸ ἤχου εἰς ἦχον. Εἰς τὸ τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ, μοναχός του ἐδιάβασε τὸ Συναξάρι, καί, χωρὶς νὰ πάρῃ ἀνασασμόν, μοναχός του πάλιν ἤρχισε τὸν Ἑξάψαλμον. Ἔψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Ἀναβαθμοὺς καὶ προκείμενα, εἶτα ὅλον τὸ «Πεποικιλμένη» ἕως τὸ «Συνέστειλε χορός», καὶ ὅλον τὸ «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου» ἕως τὸ «Δέχου παρ᾿ ἡμῶν». Εἶτα ἔψαλεν Αἴνους, Δοξολογίαν, ἐδιάβασεν Ὥρας καὶ Μετάληψιν, πρὸς χάριν ὅλων τῶν ἡτοιμασμένων διὰ τὴν Θείαν Κοινωνίαν, καὶ εἰς τὴν Λειτουργίαν πάλιν ὅλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, τὸ Χερουβικόν, τὸ «Αἱ γενεαὶ πᾶσαι», τὸ Κοινωνικόν, κτλ. κτλ.
Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐνθυμεῖτο ἀκόμη, ὡς νὰ ἦτον χθές, ὁ γερο-Φραγκούλας, καὶ εἶχον παρέλθει δεκαπέντε ἔτη ἔκτοτε. Ἀκόμη καὶ μικρά τινα φαιδρὰ ἐπεισόδια, τὰ ὁποῖα συνέβησαν εἰς τὴν Λιτήν, μικρὸν πρὸ τοῦ μεσονυκτίου, κατὰ τὴν ἔξοδον τῆς ἱερᾶς εἰκόνος εἰς τὸ ὕπαιθρον. Ἐπειδὴ αἱ γυναῖκες εἶχαν κολλήσει πολλὰ καὶ χονδρὰ κηρία, τὰ πλεῖστα ἔργα αὐτῶν τῶν ἰδίων χειρομάλακτα, τὰ δὲ κηρία συμπλεκόμενα εἰς δέσμας καὶ περιπλοκάδας ἀπὸ τὸν Παναγιώτην τῆς Ἀντωνίτσας, τὸν πρόθυμον εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς ἱερᾶς πανηγύρεως, εἶχαν λαμπαδιάσει, εἰς μίαν στιγμὴν ὀλίγον ἔλειψε νὰ πάρῃ φωτιὰν τὸ φελόνι τοῦ παπᾶ, εἶτα καὶ τὸ γένειόν του. Τότε ὁ Παναγιώτης τῆς Ἀντωνίτσας, μὴ εὑρίσκων ἄλλο προχειρότερον μέσον, ἥρπαζε τὰς ὀγκώδεις δέσμας τῶν φλεγόντων κηρίων, τὰς ἔφερε κάτω εἰς τὸ ἔδαφος, κ᾿ ἐπάτει δυνατὰ μὲ τὰ τσαρούχια του διὰ νὰ τὰ σβήσῃ. Αἱ γυναῖκες δυσφοροῦσαι ἐγόγγυζον, νὰ μὴν πατῇ τὰ κηριά, γιατὶ εἶναι κρῖμα.
Τότε εἷς τῶν παρεστώτων, υἱὸς πλουσίου τοῦ τόπου, ἀπὸ ἐκείνους οἵτινες εἰς τὸ ὕστερον κατέστησαν δανεισταὶ τοῦ Φραγκούλα ―καὶ ὅστις ἐλέγετο ὅτι ἐμελέτα εἰς τὰς ἐκλογὰς νὰ βάλῃ κάλπην ὡς ὑποψήφιος δήμαρχος― ἠκούσθη νὰ λέγῃ ὅτι πρέπει νὰ μάθουν νὰ κάμνουν «οἰκονομία, οἰκονομία στὰ κηριά! ἡ νύχτα μεγαλώνει… ἰσημερία τώρα, κοντεύει… ἔχει νύχτα…»
Ἀλλ᾿ αἱ γυναῖκες, ἐνῷ ἤξευραν, καλύτερα ἀπὸ ἐκεῖνον, ὅλας τὰς οἰκονομίας τοῦ κόσμου, δὲν ἐννοοῦσαν τί θὰ πῇ «οἰκονομία στὰ κηριά», ἀφοῦ ἅπαξ εἶναι ἀγορασμένα καὶ πληρωμένα, καὶ εἶναι μελετημένα καὶ ταμένα ἐξ ἅπαντος νὰ καοῦν, διὰ τὴν χάριν τῆς Παναγίας. Μία ἀπ᾿ αὐτάς, γερόντισσα, ἀνεπόλησε κάτι τι δι᾿ ἕνα θαῦμα, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀκούσει ἀπὸ τὸ συναξάρι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπου ὁ Ἅγιος, εἰς τὴν Σαλονίκην, ἐπέπληξεν αὐστηρῶς τὸν νεωκόρον, ἔχοντα τὴν μανίαν νὰ σβήνῃ μισοκαμένα τὰ κηριά ― καὶ ἡ γερόντισσα ἤρχισε νὰ τὸ διηγῆται χθαμαλῇ τῇ φωνῇ εἰς τὴν πλησίον της: «Ἀδελφὲ Ὀνήσιμε, ἄφες νὰ καοῦν τὰ κηρία, ὅσα προσφέρουν οἱ χριστιανοί, καὶ μὴ ἁμαρτάνῃς…»
Τὴν ἰδίαν ὥραν συνέβη καὶ τοῦτο. Ἐνῷ ὁ παπὰς ἀπήγγελλε τὰς μακρὰς αἰτήσεις τῆς Λιτῆς, ἐπισυνάπτων καὶ τὰ ὀνόματα ὅλα, ζωντανὰ καὶ πεθαμένα, ὅσα τοῦ εἶχον ὑπαγορεύσει ἀφ᾿ ἑσπέρας αἱ εὐλαβεῖς προσκυνήτριαι, ὁ Φραγκούλης ἔψαλλε μεγαλοφώνως τὸ τριπλοῦν «Κύριε Ἐλέησον» μὲ τὴν χονδρὴν φωνήν του, καὶ μὲ ὅλον τὸ πάθος τῆς ψαλτικῆς του. Τότε ὁ μπαρμπα-Δημητρός, ὅστις ἐφαίνετο νὰ εἶχε πειραχθῆ ὀλίγον, ἴσως διότι ὁ Φραγκούλας ἐν τῇ ψαλτομανίᾳ του δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ πῇ κ᾿ ἐκεῖνος ἕνα τροπαράκι σωστό (διότι ἅμα ἤρχιζεν ὁ Δημητρὸς τὸ δικό του, ὁ Φραγκούλας, μὲ τὴν γερήν, κεφαλικὴν φωνήν του, ἐκθύμως συνέψαλλε, τοῦ ἥρπαζε τὴν πρωτοφωνίαν, καὶ ὑπέτασσε καὶ ἐκάλυπτε τὴν ἀσθενῆ καὶ τερετίζουσαν φωνὴν ἐκείνου), ἔλαβε τὸ θάρρος νὰ τοῦ κάμῃ παρατήρησιν.
― Πιὸ σιγά, πιὸ ταπεινά, κὺρ Φραγκούλη· σιγανώτερα νὰ τὸ λὲς τὸ Κύριε ἐλέησον, γιατὶ δὲν ἀκούονται τὰ ὀνόματα, καὶ θέλουν οἱ γυναῖκες νὰ τ᾿ ἀκοῦνε.
Εἶχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αἱ γυναῖκες ἀπῄτουν νὰ λέγωνται ἐκφώνως τὰ ὀνόματα, ὅσα εἶχαν εἰπεῖ εἰς τὸν παπὰν νὰ γράψῃ. Ἐννοοῦσαν νὰ τ᾿ ἀκούῃ κι ὁ Θεὸς κ᾿ ἡ Παναγία κι ὅλος ὁ κόσμος. Ἡ καθεμία ἤθελε ν᾿ ἀκούσῃ «τὰ δικά της τὰ ὀνόματα», καὶ νὰ τ᾿ ἀναγνωρίσῃ, καθὼς ἀπηγγέλλοντο ἀραδιαστά. Ἄλλως θὰ εἶχαν παράπονα κατὰ τοῦ παπᾶ, κι ὁ παπὰς ἂν ἤθελε νὰ φάγῃ κι ἄλλοτε, εἰς τὸ μέλλον, προσφορές, ὤφειλε νὰ τὰ ἔχῃ καλὰ μὲ τὶς ἐνορίτισσες.
Τότε ἡ Ἀργυρή, ἡ πρωτότοκος τοῦ Φραγκούλα, οὖσα τότε δωδεκαέτις, πονηρά, θυμόσοφος κορασίς, καθὼς ἔστεκε πλησίον εἰς τὸν πατέρα της, ἐψήλωσεν ὀλίγον διὰ νὰ φθάσῃ εἰς τὸ οὖς του, καὶ τοῦ λέγει κρυφά:
― Πατέρα, ἄφησε καὶ τὸν μπαρμπα-Δημητρὸ νὰ ψάλῃ «Κύριε ἐλέησον».
Τοῦτο ἦτο ὡς ἔμπνευσις καὶ βοήθημα διὰ τὸν Φραγκούλην. Ἐπειδὴ οὗτος δὲν ἤθελε φανερὰ νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὴν σχεδὸν αὐθάδη παραίνεσιν τοῦ Δημητροῦ, καὶ πάλιν δὲν ἤθελε νὰ δείξῃ ὅτι ἐθύμωσεν, ἐστράφη πρὸς τὸν καλὸν γέροντα, καὶ τοῦ λέγει:
― Πέ, Δημητρό, σαράντα φορὲς τὸ «Κύριε ἐλέησον».
Τότε ὁ μπαρμπα-Δημητρός, ὅστις ἂν καὶ εἶχε γηράσει, δὲν εἶχε μάθει ἀκόμη καλὰ τὰ Τυπικά, καὶ δὲν ἤξευρεν ἀκριβῶς πότε κατὰ τὴν Λιτὴν τὸ Κύριε ἐλέησον λέγεται τρὶς καὶ πότε τεσσαρακοντάκις, ἤρχισε πράγματι νὰ τὸ ψάλλῃ σαράντα φορές, ὥστε ὁ παπὰς ἐβιάσθη ν᾿ ἀπαγγείλῃ ραγδαίως καὶ ἀθρόα τὰ τελευταῖα ὀνόματα, καί, διὰ νὰ εἶναι σύμφωνος μὲ τὸν ψάλτην, ἤρχισε πρὸ τῆς ὥρας νὰ λέγῃ: «…ὑπὲρ τοῦ διαφυλαχθῆναι… ἀπὸ λιμοῦ, λοιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας» καὶ τὰ ἑξῆς.
*
* *
Τέλος, μετὰ τὴν λειτουργίαν, ὁ παπάς, ὁ Φραγκούλας καὶ ἡ οἰκογένειά του, καὶ ὀλίγοι φίλοι, ἐκάθισαν κ᾿ ἔφαγαν ὁμοῦ καὶ ηὐφράνθησαν, καὶ τὴν ἑσπέραν ὁ Φραγκούλης ἐπανήρχετο, εἰρηνικῶς καὶ μὲ ἀγάπην, μετὰ τῆς συζύγου καὶ τῶν τέκνων του, ὑπὸ τὴν οἰκιακὴν στέγην.
Πρὶν παρέλθῃ ἔτος, ἐγεννήθη ἡ Κούμπω. Ἡ κόρη αὕτη, πλάσμα χαριτωμένον καὶ συμπαθές, ἀνετρέφετο καὶ ἡλικιοῦτο, ἐγίνετο τὸ τὸ χάρμα καὶ ἡ παρηγορία τοῦ πατρός της. Δὲν εἶχε μόνον νοημοσύνην πρώιμον, ἀλλὰ κάτι ἄλλο παράδοξον γνώρισμα, οἱονεὶ χαρακτῆρα φρονίμου γυναικὸς εἰς ἡλικίαν παιδίσκης. Ὕστερον, μετὰ χρόνους, ὅταν ἐπῆλθεν ὁ δεύτερος χωρισμός, ἡ Κούμπω, ὀκταέτις τότε, ἔτρεχε πλησίον τοῦ πατρός της, εἰς τὸ «κελλί του», ὅπου κατῴκει εἰς τὴν ἀνωφερῆ ἐσχατιὰν τῆς πολίχνης, καὶ τὸν ἐγέμιζε περιποιήσεις καὶ τρυφερότητας.
Αὐτὴ μόνη ἐδέχετο προθύμως τοὺς πατρικοὺς χαλινούς, ἐνῷ τὰ ἄλλα τέκνα δὲν ἤρχοντο ποτὲ πλησίον τοῦ πατρός των, καὶ διὰ τοῦτο ἐκεῖνος τὴν ὠνόμαζε «τὸ εὐάγωγο». Καθημερινῶς ἔτρεχε νὰ τὸν εὕρῃ, καὶ δὲν ἔπαυε νὰ τὸν παρακαλῇ:
―Ἔλα, πατέρα, στὸ σπίτι· μὴ μᾶς ἀφήσῃς, λέγ᾿ ἡ μητέρα, ζωνταρφανά*.
Μίαν τῶν ἡμερῶν ἔτρεξε δρομαία, φαιδρά, καὶ πνευστιῶσα τοῦ εἶπε:
― Τά ᾽μαθες, πατέρα;… Θὰ παντρέψουμε τ᾿ Ἀργυρώ μας… Ἔλα στὸ σπίτι, γιατὶ δὲν εἶναι πρέπο, λέγει ἡ μητέρα, νὰ εἶστε χωρισμένοι ἐσεῖς, ποὺ θὰ παντρευτῇ τ᾿ Ἀργυρώ μας… γιὰ νὰ μὴν κακιώση ὁ γαμπρός!…
Τῷ ὄντι ὁ Φραγκούλας ἐπείσθη, κ᾿ ἐφιλιώθη μὲ τὴν σύζυγόν του. Ἠρραβώνισαν τὴν Ἀργυρώ, εἶτα μετ᾿ ὀλίγους μῆνας τὴν ἐστεφάνωσαν… Εἶτα πάλιν ἐπῆλθε τρίτος χωρισμὸς μεταξὺ τοῦ παλαιοῦ ἀνδρογύνου, καὶ μ᾿ ἕνα γεροντόπαιδον μαζί, τὸ ὁποῖον ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον σχεδὸν συγχρόνως μὲ τὸν γάμον τῆς πρωτοτόκου.
Τότε ἡ Κούμπω, ἥτις εἶχε γίνει δεκατριῶν ἐτῶν, δὲν ἔπαυε νὰ τρέχῃ πλησίον τοῦ πατρός της, καὶ νὰ τὸν παρακινῇ ν᾿ ἀγαπήσῃ μὲ τὴν μητέρα.
Μίαν ἡμέραν, θλιβερὰ τοῦ εἶπε:
― Δὲν θὰ μπορῶ πλέον νά ᾽ρχωμαι οὔτε στὸ κελλί σου, πατέρα. Εἶναι κάτι κακὲς γυναῖκες, ἐκεῖ στὸ μαχαλά, στὸ δρόμο ποὺ περνῶ, καὶ τὶς ἄκουσα ποὺ λέγανε, καθὼς περνοῦσα: «Νά τὸ κορίτσι τῆς Φραγκούλαινας, ποὺ τὴν ἔχει ἀπαρατήσει ὁ ἄντρας της…» Δὲν τὸ βαστῶ πλέον, πατέρα…
Τῷ ὄντι παρῆλθον τρεῖς ἡμέραι, καὶ ἡ Κούμπω δὲν ἐφάνη εἰς τὸ κελλὶ τοῦ πατρός της. Τὴν τετάρτην ἡμέραν ἦλθε πολὺ ὠχρὰ καὶ μαραμένη, ἐφαίνετο νὰ πάσχῃ.
― Τί ἔχεις, κορίτσι μου; τῆς εἶπεν ὁ πατήρ της.
―Ἂν δὲν ἔλθῃς, πατέρα, τοῦ ἀπήντησεν ἀποτόμως αἴφνης, μὲ παράπονον καὶ μὲ πνιγμένα δάκρυα, νὰ ξεύρῃς, θὰ πεθάνω ἀπ᾿ τὸν καημό μου!…
―Ἔρχομαι, κορίτσι μου, εἶπεν ὁ Φραγκούλης.
Τῷ ὄντι, τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐπῆγεν εἰς τὴν οἰκίαν. Ἀλλ᾿ ἡ νεαρὰ κόρη ἔπεσε πράγματι ἀσθενής, καὶ εἶχε δεινὸν πυρετόν. Ὅταν ὁ πατέρας ἦλθε παρὰ τὴν κλίνην της, καὶ τῆς ἀνήγγειλεν ὅτι ἔκαμεν ἀγάπην μὲ τὴν μητέρα της, διὰ νὰ χαρῇ, ἦτον ἀργὰ πλέον. Ἡ τρυφερὰ παιδίσκη ἐμαράνθη ἐξ ἀγνώστου νόσου, καὶ οὔτε φάρμακον οὔτε νοσηλεία ἴσχυσε νὰ τὴν ἀνακαλέσῃ εἰς τὸν πρόσκαιρον κόσμον. Ἐκοιμήθη χωρὶς ἀγωνίαν καὶ πόνον, ἐξέπνευσεν ὡς πουλί, μὲ τὴν λαλιὰν εἰς τὸ στόμα:
― Πατέρα! πατέρα! στὴν Παναγία νὰ κάμετε μιὰ λειτουργία… μὲ τὴν μητέρα μαζί…
Εἶπε καὶ ἀπέθανε.
Ὁ Φραγκούλης ἔκλαυσεν ἀπαρηγόρητα· ἔκλαυσεν ἀχόρταστα, ὁμοῦ μὲ τὴν σύζυγόν του… Κατόπιν ἀπεσύρθη, κ᾿ ἐξηκολούθησε νὰ κλαίῃ μόνος του, εἰς τὴν ἐρημίαν..
Ὁ τελευταῖος οὗτος χωρισμὸς ἦτον μᾶλλον φιλικὸς καὶ μὲ τὴν συναίνεσιν τῆς Σινιώρας, ἥτις ἔβλεπεν ὅτι ὁ γέρων σύζυγός της ἐπεθύμει μᾶλλον νὰ γίνῃ μοναχός. Ὁ Φραγκούλης ἐνθυμεῖτο τὴν τελευταίαν σύστασιν τῆς Κούμπως, «μὲ τὴν μητέρα μαζί». Μόνον ἓν παροδικὸν πεῖσμα τοῦ εἶχεν ἔλθει. Τοῦ ἐφάνη ὅτι αἱ ἴδιαι ἀδελφαί της, ἡ ὕπανδρος, καὶ ἡ ἄλλη ἡ δευτερότοκος, δὲν τὴν ἐλυπήθησαν ὅσον ἔπρεπε, δὲν τὴν ἐπένθησαν ὅσον τῆς ἤξιζε, τὴν ἀτυχῆ μικράν, τὴν Κούμπω. Ἔκτοτε ἐξηκολούθει νὰ ζῇ ὁλομόναχος πάλιν, τώρα, «ἐπὶ γήραος οὐδῷ». Καὶ ἐνθυμεῖτο τὸν στίχον τοῦ Ψαλτηρίου: «Μὴ ἀπώσῃ με εἰς καιρὸν γήρως… καὶ ἕως γήρως καὶ πρεσβείου μὴ ἐγκαταλίπῃς με».
Καὶ τὴν ἡμέραν αὐτήν, τὴν παραμονὴν τῆς Κοιμήσεως πάλιν, τὸν εὑρίσκομεν νὰ κάθηται εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου, καὶ νὰ καπνίζῃ μελαγχολικῶς τὸ τσιμπούκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμέν… ἀναλογιζόμενος τόσα ἄλλα καὶ τοὺς ὀχληροὺς δανειστάς του, οἱ ὁποῖοι τοῦ εἶχαν πάρει ἐν τῷ μεταξὺ τὸ καλύτερον κτῆμα· ἕνα ὁλόκληρον βουνόν, ἐλαιῶνα, ἄμπελον, ἀγρὸν μὲ ὀπωροφόρα δένδρα, μὲ βρύσιν, μὲ ρέμα καὶ νερόμυλον … καὶ νὰ ἐκχύνῃ τὰ παράπονά του εἰς θρηνώδεις μελῳδίας πρὸς τὴν Παναγίαν.
«Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου με ζάλαι, ὥσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε…»
Κ᾿ ἐπόθει ὁλοψύχως τὸν μοναχικὸν βίον, ὀλίγον ἀργά, κ᾿ ἐπεκαλεῖτο μεγάλῃ τῇ φωνῇ τὸν «Γλυκασμὸν τῶν Ἀγγέλων, τῶν θλιβομένων τὴν χαράν», ὅπως ἔλθῃ εἰς αὐτὸν βοηθὸς καὶ σώτειρα·«ἀντιλαβοῦ μου καὶ ῥῦσαι,τῶν αἰωνίων βασάνων…»
(1906)
Στην αγκαλιά της Παναγιάς Μουχλιώτισσας
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ "Τι χαμπέρια απο την Πόλη"
Είχα ξεχυθεί στα στενά της Πόλης και συγκεκριμένα στην
λεγόμενη ιστορική χερσόνησο για αμέτρητες ώρες περπατήματος. Αν και έχω
περπατήσει σε τούτα τα μέρη ξανά και ξανά κάτι απροσδιόριστο με σπρώχνει
πάντα στο να πηγαίνω στους ίδιους δρόμους, στα ίδια σοκάκια, στις ίδιες
γειτονιές. Είναι σαν να προσπαθώ να αποροφήσω την Πόλη μέσα μου, σαν να
θέλω να αποτυπώσω όσες πιο πολλές μυρωδιές, εικόνες και λοιπά
ερεθίσματα βαθειά στο κορμί μου.
Χωμένος λοιπόν με τις ώρες στα σοκάκια βρέθηκα στο Φανάρι στα σύνορα με το Φάτιχ. Ο καιρός μουντός, παγωμένος και με έναν αέρα που πραγματικά έτσουζε. Δε θα ήταν άσχημα να κάνω ένα διαλλειματάκι, σκέφτηκα, να ξεφύγω λιγάκι από την βαρυχειμωνιά. Εκεί κοντά μου ήταν η εκκλησία της Παναγίας της Μουχλιώτισσσας. Εμένα μου φαινόνταν πάντα σαν ερειπωμένη, αλλά γυροφέρνωντάς την μια φορά, είδα μια πορτούλα με κουδουνάκι και σκέφτηκα πως ίσως καταφέρω να μπώ μέσα να την δω.
Χτύπησα και μετά από λίγο ακούστηκαν βήματα στον αυλόγυρο και μία κύρια μου άνοιξε. Δεν μιλούσε ούτε μια λέξη ελληνικά, μα βλέποντάς με, ρώτησε: Yunanlımısın? Χαμογελώντας, απάντησα καταφατικά και με άφησε να μπώ στην αυλή. Στην Πόλη σαν καταλάβουν πως δεν είμαι Τούρκος, το πρώτο πράγμα που τους έρχεται στον νού τους, είναι να με ρωτήσουν αν είμαι Έλληνας. Πόλλες φορές μου απαντάνε με μερικές ελληνικές λέξεις χωρίς εγώ καν να έχω ανοίξει το στόμα μου. Στην σημερινή περίπτωση πάντως δεν χωράει καμία δεύτερη σκέψη. Ποιός άλλος θα έτρεχε μεσ' στο καταχείμωνο, να χτυπάει πόρτες στις εκκλησίες, εκτός από Έλληνα; Έφερε τα κλειδιά και μου άνοιξε την εκκλησία, αφήνωντας με να απολάυσω τον τόσο ιδιαίτερο αυτόν χώρο.
Χωμένος λοιπόν με τις ώρες στα σοκάκια βρέθηκα στο Φανάρι στα σύνορα με το Φάτιχ. Ο καιρός μουντός, παγωμένος και με έναν αέρα που πραγματικά έτσουζε. Δε θα ήταν άσχημα να κάνω ένα διαλλειματάκι, σκέφτηκα, να ξεφύγω λιγάκι από την βαρυχειμωνιά. Εκεί κοντά μου ήταν η εκκλησία της Παναγίας της Μουχλιώτισσσας. Εμένα μου φαινόνταν πάντα σαν ερειπωμένη, αλλά γυροφέρνωντάς την μια φορά, είδα μια πορτούλα με κουδουνάκι και σκέφτηκα πως ίσως καταφέρω να μπώ μέσα να την δω.
Χτύπησα και μετά από λίγο ακούστηκαν βήματα στον αυλόγυρο και μία κύρια μου άνοιξε. Δεν μιλούσε ούτε μια λέξη ελληνικά, μα βλέποντάς με, ρώτησε: Yunanlımısın? Χαμογελώντας, απάντησα καταφατικά και με άφησε να μπώ στην αυλή. Στην Πόλη σαν καταλάβουν πως δεν είμαι Τούρκος, το πρώτο πράγμα που τους έρχεται στον νού τους, είναι να με ρωτήσουν αν είμαι Έλληνας. Πόλλες φορές μου απαντάνε με μερικές ελληνικές λέξεις χωρίς εγώ καν να έχω ανοίξει το στόμα μου. Στην σημερινή περίπτωση πάντως δεν χωράει καμία δεύτερη σκέψη. Ποιός άλλος θα έτρεχε μεσ' στο καταχείμωνο, να χτυπάει πόρτες στις εκκλησίες, εκτός από Έλληνα; Έφερε τα κλειδιά και μου άνοιξε την εκκλησία, αφήνωντας με να απολάυσω τον τόσο ιδιαίτερο αυτόν χώρο.
Η ημερομηνία κατασκευής της εκκλησίας αυτής χάνεται στα ίχνη
των αιώνων.Οι πληροφορίες λένε για το 1285 αλλά νέες έρευνες μιλάνε και
για παλαιότερα! Το σίγουρο είναι πως χτίστηκε στην θέση παλαιοτέρων ναών
όπως αρχικά ήταν ο ναός της Αγίας Ευστολίας και μετέπειτα επίσης της
Θεοτόκου. Ο γύρω χώρος περιελάμβανε ανέκαθεν μοναστήρι. Φυσικά από τότε ο
χώρος άλλαξε πάρα πολύ, μιάς και το μέρος γνώρισε αρκετές φυσικές
καταστροφές και πυρκαγιές. Κατά την Άλωση το μοναστήρι καταστράφηκε αλλά
ο ναός παρέμεινε. Δωρήθηκε από τον σουλτάνο Μωάμεθ Β' ως ανταμοιβή για
την κατασκευή του Fatıh Camıi το 1471 και έτσι δεν ακολούθησε την μοίρα
των υπολοίπων εκκλησιών. Είναι μία (εγώ συνολικά ξέρω μόνον δύο) από τις
εκκλησίες που ποτέ δε μετατράπηκε σε τζαμί, μα η μοναδική που
Λειτουργεί ακόμα. Έπειτα από αρκετές ανακατασκευές και διορθώσεις πήρε
την σημερινή μορφή της.
Για την ονομασία της Παναγιάς του Μουχλίου υπάρχουν κάμποσες εκδοχές. Η πρώτη εκδοχή λέει οτι η λέξη μουχλιών είναι διαλεκτική εκδοχή της σλαβικής λέξης: Μογγόλων. Η ιδρύτρια της Μονής, Μαρία Παλαιολογίνα, είχε παντρευτεί τον διάδοχο των Μογγόλων. Αρχικά πήγαινε να παντρευτεί τον ηγεμόνα των Μογγόλων. Αυτός πέθανε προτού εκείνη φτάσει εκεί και έτσι παντρεύτηκε τον γιό του!Όταν δολοφονήθηκε και αυτός, η Παλαιολογίνα, αλλιώς Κυρά ή Δέσποινα των Μογγόλων, επέστρεψε στην Πόλη και ίδρυσε το Μοναστήρι.
Οι Τούρκοι το λένε Kanlı kilise, δηλαδή εκκλησία του αίματος λόγω του κόκκινου χρώματός της. Ίσως πάλι το ''ματωμένη εκκλησία'' να οφείλεται και στην ιστορία της Παλαιολογίνας.
Η άλλη εκδοχή έχει να κάνει με το χωριό Μουχλίο στην Πελοπόννησο. Κάτοικοι από εκείνα τα μέρη εγκαταστάθηκαν μαζικά στην περιοχή του Φαναριού κατά το 1245.
Για την ονομασία της Παναγιάς του Μουχλίου υπάρχουν κάμποσες εκδοχές. Η πρώτη εκδοχή λέει οτι η λέξη μουχλιών είναι διαλεκτική εκδοχή της σλαβικής λέξης: Μογγόλων. Η ιδρύτρια της Μονής, Μαρία Παλαιολογίνα, είχε παντρευτεί τον διάδοχο των Μογγόλων. Αρχικά πήγαινε να παντρευτεί τον ηγεμόνα των Μογγόλων. Αυτός πέθανε προτού εκείνη φτάσει εκεί και έτσι παντρεύτηκε τον γιό του!Όταν δολοφονήθηκε και αυτός, η Παλαιολογίνα, αλλιώς Κυρά ή Δέσποινα των Μογγόλων, επέστρεψε στην Πόλη και ίδρυσε το Μοναστήρι.
Οι Τούρκοι το λένε Kanlı kilise, δηλαδή εκκλησία του αίματος λόγω του κόκκινου χρώματός της. Ίσως πάλι το ''ματωμένη εκκλησία'' να οφείλεται και στην ιστορία της Παλαιολογίνας.
Η άλλη εκδοχή έχει να κάνει με το χωριό Μουχλίο στην Πελοπόννησο. Κάτοικοι από εκείνα τα μέρη εγκαταστάθηκαν μαζικά στην περιοχή του Φαναριού κατά το 1245.
Μπήκα στο εσωτερικό του ναού και ήταν σαν να βούτηξα σε μια
τρύπα στον χρόνο.Πήρα μια μικρή γεύση από έναν χώρο 700 ετών και βάλε.
Όλα ήταν τόσο λιτά, τόσο σκοτεινά, τόσο ''φθαρμένα'' από τον χρόνο μα
συνάμα τόσο περιποιημένα και καθαρά. Ένας ναός ταπεινός μα τόσο
''ουράνιος''.
Σε μιά γωνιά ανακάλυψα και κάτι σκαλοπατάκια που
κατέβαιναν αρκετά κάτω στο εσωτερικό του ναού. Δεν με άφησαν όμως να
κατέβω. Ίσως να πρόκειται για παλιό Άγιασμα ή κάτι άλλο. Τι να κάνω
όμως, πάνω απ'όλα σεβασμός στους κανόνες του κάθε ναού.
Παντού υπήρχαν τοιχογραφίες με τα σημάδια του χρόνου πάνω
τους, με ποιό σημαντική την αναπαράσταση της Αποκαλύψεως. Σημαντικές
επίσης είναι και οι τέσσερις Εικόνες που κοσμούν τον ναό.
Πόσο σημαντικό κειμήλιο του Χριστιανισμού και της Πόλης να είναι τούτο εδώ το μέρος, δύσκολο να το υπολογίσει κανείς.
Στην Παναγιά την Μουχλιώτισσα είδα για πρώτη φορά ένα
ίσως ξεχασμένο είδος διακόσμησης. Πίσω και πάνω από το Ιερό της
εκκλησίας υπάρχει μια τεράστια τοιχογραφία που αναπαριστά την Παναγία με
τον Χριστό. Δεν υπήρχε περίπτωση να χωρέσει ολόκληρη στον φωτογραφικό
μου φακό. Ήταν κάτι που με εντυπωσίασε, γιατί δεν έχω δεί σε καμμία άλλη
εκκλησία αψίδα να είναι έτσι ζωγραφισμένη. Ίσως να είναι διακοσμητική
συνήθεια περασμένων αιώνων.
Ο λιτός ναός με τα κειμήλια του. Στο βάθος, πίσω από τον πολυέλαιο διακρίνεται η τεράστια τοιχογραφία! |
Τελικά έχω το προτέρημα να πέρνω κάθε μέρα πάντα κάτι
θετικό. Μέσα από την περιπλάνηση στα σοκάκια η Παναγιά Μουχλιώτισσα
άνοιξε την ''αγκαλιά'' της, απέφυγα για λίγο το τσουχτερό κρύο και μου
ζέστανε το κορμί. Περισσότερο απ'όλα όμως μου ζέστανε την καρδιά.
Κατηφόρησα προς τον Κεράτιο ξέροντας πως ζώ ακόμα μία υπέροχη μέρα στην
Πόλη.
Σημείωση "ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ"
Ευχαριστώ τον καλό μου φίλο Θοδωρή Μπουφίδη για τη γενναιοδωρία του
Ο ρόλος της θρησκείας στην εξωτερική πολιτική του Βυζαντίου / της Μαρίνας Μαραγκού
Αναδημοσίευση από το περιοδικό «Ιστορία» (τ. 507,
Σεπτέμβριος 2010, όπου συμπεριλαμβάνεται πλούσια βιβλιογραφία και πλήθος
διευκρινιστικών υποσημειώσεων)
Ο Βούλγαρος ηγεμών Βόγορις βαπτίζεται και παίρνει το
χριστιανικό όνομα Μιχαήλ, το όνομα δηλαδή του αναδόχου του βυζαντινού
αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ'
H χρονολογία της ίδρυσης της Κωνσταντινούπολης, της «Νέας
Ρώμης», από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο σηματοδοτεί την αρχή της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας. Ένα νέο αμάλγαμα προκύπτει, με ελληνική αυτοσυνείδηση στην
παιδεία και στον πολιτισμό, συμβιβασμένο με τη διείσδυση του ρωμαϊκού
στοιχείου.
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατά τον 4ο αιώνα έχει αρχίσει να
γηράσκει και στην προσπάθεια ανόρθωσης και αποκατάστασης της ενότητάς της
υποχρεώνεται να αναθεωρήσει τους πολιτικούς της προσανατολισμούς και «κάνει τη
θρησκεία υπόθεση του κράτους». O χριστιανισμός θριαμβεύει σε μια εποχή
απογοητεύσεων και το μήνυμά του έχει μια απήχηση πιο πλατιά σε σχέση με τις
άλλες θρησκείες. O Καισαρείας Ευσέβιος στον «πανηγυρικό του Κωνσταντίνου»,
δοξολογώντας τη νέα θρησκεία, γράφει: «ένας Θεός κηρύχθηκε σε όλη την ανθρωπότητα,
ενώ συγχρόνως αναπτύχθηκε μια παγκόσμια δύναμη: η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Με
πίστη στον ίδιο Θεό, σαν δύο πηγές ευλογίας, παρουσιάστηκαν για το καλό των
ανθρώπων η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η χριστιανική ευσέβεια... Δύο παντοδύναμες
δυνάμεις, εκκινώντας από το ίδιο σημείο, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και o
χριστιανισμός, δάμασαν και συμβίβασαν όλα αυτά τα αντίθετα στοιχεία».
Στη διάρκεια των αιώνων που μεσουράνησε, η Βυζαντινή
Αυτοκρατορία, η θρησκεία είναι o βασικός παράγοντας που διαμορφώνει τον
χαρακτήρα της σε σχέση με τους άλλους λαούς. O οικουμενικός χαρακτήρας της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σταθεροποιείται από την οικουμενική χριστιανική ιδέα.
Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε εν συντομία τον
ρόλο που διαδραμάτισε η θρησκεία στις σχέσεις του Βυζαντίου με τον περιβάλλοντα
κόσμο του, αντιπαραβάλλοντας τον κάθε λαό ξεχωριστά με την αυτοκρατορία.
Βυζάντιο και 'Αραβες
Ο Μωάμεθ (570-632) ενώνει τους 'Αραβες βεδουίνους ιδρύοντας
μια αυστηρά μονοθεϊστική θρησκεία και οι διάδοχοί του, βάσει οργανωμένου
κατακτητικού σχεδίου, διοχετεύουν την ενεργητικότητά τους στη διά της βίας
εξάπλωση της νέας θρησκείας, σύμφωνα με το θέλημα του προφήτη τους.
Το βυζαντινό κράτος, εξαντλημένο από τους περσικούς
πολέμους, δοκιμάζεται από τις θρησκευτικές αντιπαραθέσεις που ταράσσουν τους
πληθυσμούς των ανατολικών και των νότιων επαρχιών του, των οποίων η πλειονότητα
ήταν μονοφυσίτες. Στα δογματικά αυτά μίση, εμπνεόμενα και από τη βαριά
φορολογία που εφαρμόζει, το Βυζάντιο, δείχνει το απάνθρωπο πρόσωπό του εξαπολύοντας
απηνείς διωγμούς και υποδαυλίζοντας έτσι το θρησκευτικό μίσος, παρά τις
προσπάθειες του αυτοκράτορα Ηρακλείου (610-641) για θεολογική συμφιλίωση.
Οι θρησκευτικές αυτές έριδες είχαν στη πραγματικότητα, θα
λέγαμε σήμερα, εθνικιστικό περιεχόμενο. Η γρήγορη και θριαμβευτική επιτυχία των
Αράβων επί των βυζαντινών κτήσεων, μετά την αποφασιστική ήττα στον ποταμό
Ιερομίακα (636), σε Συρία, Αίγυπτο, Παλαιστίνη, οφείλεται στο ότι κατέκτησαν
ανθρώπους της φυλής τους, που μιλούσαν την ίδια γλώσσα, είχαν τις ίδιες εθνικές
παραδόσεις και θρησκευτικές τάσεις.
Στην αρχή το Ισλάμ αντιμετωπίστηκε από την αυτοκρατορία ως
μια χριστιανική αίρεση. Αργότερα όμως, κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα, όταν η
Μεσόγειος έχε γίνει μια «μουσουλμανική λίμνη», θεωρώντας ότι θίγεται η
αξιοπρέπεια και το γόητρό του, το Βυζάντιο προελαύνει και ανακαταλαμβάνει πολλά
από τα χαμένα εδάφη του.
Μπροστά στον κίνδυνο που απειλεί τη θρησκεία και για τη
σωτηρία της πατρίδας, απαντώντας στον «ιερό πόλεμο» των απίστων, θα γεννηθεί ο
βυζαντινός εθνικισμός και o «περιούσιος λαός» θα γίνει o υπερασπιστής της
χριστιανοσύνης και της χριστιανικής ιδέας.
O επίλογος των αλλεπάλληλων βυζαντινο-αραβικών συγκρούσεων
γράφεται με την ανακατάληψη της Έδεσσας το 1032 από το Γεώργιο Μανιάκη και την
οριστική ήττα του χαλιφάτου. Οι συγκρούσεις μεταξύ των Βυζαντινών και των
μωαμεθανών έχουν αξιοσημείωτες προεκτάσεις διότι υπήρξαν σημαντικές
αλληλεπιδράσεις προς όφελος περισσότερο των Αράβων Οι 'Aραβες επηρεάστηκαν από
τον πλούτο του ελληνικού πνεύματος: αφού μετέφρασαν και μελέτησαν με πάθος τους
αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, φιλοσόφους, ιατρούς, αναδείχθηκαν στις θετικές
επιστήμες, ενώ άντλησαν πολλά στοιχεία από τη βυζαντινή διοίκηση και την
τεχνολογία.
Οι Βυζαντινοί από την άλλη πλευρά, δέχονται σημαντική
επίδραση όσον αφορά τις αντιλήψεις τους περί του Θεού, που είχε ως συνέπεια να
προκληθεί στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας θρησκευτική θύελλα, διάρκειας άνω των
εκατό χρόνων. Σύμφωνα με το κοράνι «οι εικόνες είναι μια σατανική βδελυγμία».
Οι εικονομάχοι αυτοκράτορες της δυναστείας των Ισαύρων, καταγόμενοι από την
ανατολή, γίνονται σκληροί υπέρμαχοι της εικονομαχίας, αποσκοπώντας σε μια
στενότερη επαφή των χριστιανών με τους μωαμεθανούς, ώστε να διευκολυνθεί η
υποδούλωση των τελευταίων στην αυτοκρατορία. Το 843, με την «αποκατάσταση της
ορθοδοξίας», αναδεικνύεται νικητής το θεολογικό δόγμα των εικονολατρών και
διαμορφώνεται o ελληνοχριστιανικός χαρακτήρας του Βυζαντίου.
Βυζάντιο και Σλάβοι
H εγκατάσταση των σλαβικών φύλων αρχίζει τον 6ο αιώνα στη
Χερσόνησο του Αίμου. Το Βυζάντιο στρέφει σοβαρά την προσοχή του προς τους
Σλάβους κατά τον 9ο αιώνα επιδιώκοντας την αύξηση της επιρροής του ανάμεσα
στους βαρβάρους. Εφαρμόζει μέτρα για την αποδυνάμωση του σλαβικού στοιχείου με
τη διασπορά σλαβικού πληθυσμού σε περιοχές όπου δεν υπήρχαν ομοεθνείς τους, στη
Μικρά Ασία ή και αντιστρόφως, με τη μεταφορά ελληνικού πληθυσμού στις
σκλαβηνίες για την ενίσχυση του ελληνικού και χριστιανικού στοιχείου. Με την
πρόθυμη υποστήριξη της εκκλησίας στην πολιτική του κράτους αναλαμβάνει την
ομαλή συσσωμάτωση των λαών αυτών στην περιφέρειά τους, εκχριστιανίζοντάς τους.
Οι Μοραβοί
Μικρογραφία του συμποσίου που παρέθεσε ο πατριάρχης Νικόλαος
Μυστικός προς τιμή του Βούλγαρου ηγεμόνα Συμεών, με την παρουσία του
αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ' και της αυτοκράτειρας Ζωής
O εκχριστιανισμός των Σλάβων ξεκινά όταν o Μοραβός ηγεμόνας
Ραστισλάβος (862), για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο μιας ενδεχόμενης συμμαχίας
των Φράγκων και των Βουλγάρων, ζητεί από το Βυζάντιο ιεραποστολή για τη
διδασκαλία του χριστιανισμού στη γλώσσα του.
H αποστολή των δύο επιφανών Θεσσαλονικέων ιεραποστόλων,
Κωνσταντίνου/Κυρίλλου και Mεθοδίου στη Μοραβία -η μέγιστη αυτή προσφορά του
Βυζαντίου- επιτελεί κορυφαίο θρησκευτικό έργο και με την επινόηση του σλαβικού
αλφαβήτου από τον Κωνσταντίνο εδραιώνεται o χριστιανισμός. Το έργο αυτό, παρότι
η Μοραβία περνάει στη σφαίρα επιρροής της Ρώμης, δεν χάνεται και διαδίδεται
χάρη στη Βουλγαρία και τους Νότιους Σλάβους.
Οι Σέρβοι εκχριστιανίζονται κατά το 867-874 και
αφομοιώνονται σταδιακά από το ελληνικό στοιχείο. Δέχονται τους πνευματικούς
θησαυρούς του ελληνικού πολιτισμού που επηρεάζει την εξέλιξή τους. H επίδραση
που ασκήθηκε στη Σερβία, είναι και άμεση, απευθείας από το Βυζάντιο, από το
ανθρώπινο δυναμικό και τους φορείς της εξουσίας, αλλά και έμμεση, από τη
Βουλγαρία. Είναι έκδηλη στον νομοθετικό, στον διοικητικό και στον εθιμοτυπικό
τομέα.
Bυζάντιο και Βούλγαροι
Οι Βούλγαροι είναι μια τουρκική φυλή, η οποία αφού διαβαίνει
τον Δούναβη ιδρύει ένα ισχυρό βασίλειο κατά το δεύτερο ήμισι του 7ου αιώνα, που
αποτελεί έκτοτε μόνιμη πηγή προβλημάτων για το Βυζάντιο και οι συνεχείς
συγκρούσεις μεταξύ των χαρακτηρίζονται από σφοδρότητα. O αυτοκράτορας Νικηφόρος
A' (802-811) μεταφέρει πολλούς αποίκους, από άλλα μέρη της αυτοκρατορίας,
φοβούμενος πιθανή συμμαχία του ικανού Βούλγαρου Κρούμου με τους Σλάβους της
Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Οι Βούλγαροι διαβλέπουν ότι για να εδραιώσουν την
πολιτική και την πολιτιστική τους οντότητα έχουν συμφέρον να αποδεχθούν το
χριστιανισμό. O Βόγορις στο πλαίσιο αυτό, ενώ έχει απευθυνθεί και στην
αδιάλλακτη παπική εκκλησία, βαπτίζεται χριστιανός (865) και χρησιμοποιεί τους
ιεραποστόλους του Μεθοδίου για να εκσλαβίσει την εκκλησία του και να τελείται η
εκκλησιαστική λειτουργία στη σλαβική γλώσσα.
Το Βυζάντιο αποκτάει έτσι τη δυνατότητα επιρροής στον
επικίνδυνο αυτόν γείτονα. Το 1014 o Βασίλειος o B' κατατροπώνει τους Βούλγαρους
στη μάχη του Κλειδίου. Δεν θα διστάσει να τυφλώσει 15,000 αιχμαλώτους -μολονότι
ομόθρησκοί του- εφαρμόζοντας τη βυζαντινή ποινή για εγκλήματα εσχάτης
προδοσίας. Το βουλγαρικό βασίλειο μεταβάλλεται σε επαρχία του Βυζαντίου. H
Βουλγαρία λειτούργησε ως μεσάζων που παρέλαβε, επεξεργάστηκε και μετέδωσε τα
υψηλά βυζαντινά πρότυπα και έτσι το Βυζάντιο συνέβαλε στην πνευματική ωρίμαση
των λαών της Χερσονήσου του Αίμου και της Ρωσίας. O εκχριστιανισμός των
Βουλγάρων το 864 έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη συνένωσή τους με τους Σλάβους και
η χριστιανική θρησκεία και η εκκλησιαστική οργάνωση υπήρξαν βασικοί συντελεστές
της πολιτικής συγκρότησης και της πνευματικής ανάπτυξης των Βουλγάρων.
Βυζάντιο και Ρώσοι
Στα μέσα του 10ου αιώνα το Βυζάντιο διαισθάνεται την απειλή
που αντιπροσώπευε o νέος λαός των Ρως καθώς και τα πολιτικά και πνευματικά
οφέλη που θα είχε o προσηλυτισμός του και στέλνει με τη συνδρομή της εκκλησίας
ιεραποστόλους για τη διάδοση του χριστιανισμού.
H βάπτιση της δούκισσας Όλγας (957) υπήρξε καθοριστική για
τον προσηλυτισμό των Ρώσων. Το 989 o χριστιανισμός γίνεται επίσημα θρησκεία του
κράτους με την ομαδική βάπτιση του ρωσικού λαού στα ποτάμια από τους κληρικούς.
Το έναυσμα δίνεται με τη βάπτιση του Βλαδίμηρου Ρως μετά τον γάμο του με την
'Αννα, αδελφή του Βασιλείου Β', στο πλαίσιο των διακρατικών γαμικών συναλλαγών
που εφάρμοζε το Βυζάντιο. H ορθόδοξη πίστη υπήρξε το σύμβολο της ενότητας του
ρωσικού λαού και στην πνευματική του ανάπτυξη και στην καλλιτεχνική του έκφραση
ασκήθηκε βαθιά επίδραση από το Βυζάντιο.
Ρως βαπτίζονται χριστιανοί στον ποταμό Δνείπερο
Βυζάντιο και Δύση
Οι διαφορές και οι αντιπαλότητες του Βυζαντίου, μιας
συμπαγούς οντότητας που υποστηρίζεται από την ορθόδοξη εκκλησία του, και της
«δύσης», μιας πανσπερμίας διαρκώς μεταβαλλόμενων κρατικών μορφωμάτων που τα
ενώνει η δύναμη της παπικής εκκλησίας, εντοπίζονται στον χώρο της θρησκείας. H
χριστιανική δύση, έχοντας απομονωθεί και αναπτύξει τις δικές της θεοκρατικές
ιδέες, επιθυμεί να διατηρήσει τον τίτλο της ως βασικής κληρονόμου της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας της δύσης και του μοναδικού υπερασπιστή της χριστιανικής
θρησκείας, ενώ οι Βυζαντινοί βλέπουν, στην καλύτερη περίπτωση, τον σφετερισμό
του τίτλου τους ως υπερασπιστές της χριστιανοσύνης και, στη χειρότερη, ένα
πρόσχημα για να καλυφθούν ανομολόγητα επεκτατικά σχέδια.
Από τον 9ο αιώνα έχει ξεκινήσει μια περίοδος αμοιβαίας
καχυποψίας εξαιτίας των εκκλησιαστικών προβλημάτων -κατά τη διάρκεια του Φωτίου
σχίσματος- σε σχέση με επίμαχα δογματικά ζητήματα.
Σχεδόν δύο αιώνες αργότερα, η αδιαλλαξία των εκκλησιαστικών
ηγετών -πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου και πάπα Λέοντα Θ' (Leo IX)- θα οδηγήσει
στην πλήρη διάσταση και στο οριστικό σχίσμα μεταξύ των δύο εκκλησιών το 1054.
Κατά τον 11ο αιώνα, ο Αλέξιος A' Κομνηνός, υπό την πίεση των
Τούρκων, των Νορμανδών και των Πετσενέγων, αναζητεί συμμάχους στη δύση και
εντάσσει την ελπίδα για την ένωση των εκκλησιών στο διπλωματικό παιχνίδι.
Στρέφεται προς τον πάπα, τον πνευματικό ηγέτη της δύσης (1091), o οποίος από
την πλευρά του προσβλέπει στην αύξηση της επιρροής του και στην επαναφορά του
«σχισματικού» Βυζαντίου στους κόλπους της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.
H δυτική Ευρώπη ανταποκρίνεται και υποκινεί έναν «ιερό
πόλεμο» για τους χριστιανούς αδελφούς και την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων
κηρύσσοντας την A' σταυροφορία (1096). Οι σταυροφορίες βαθαίνουν το χάσμα και
με τη Δ' σταυροφορία, η οποία παρεκκλίνει από τον αρχικό της στόχο,
καταστρέφεται και η τελευταία πιθανότητα για την ένωση των δύο ομόδοξων κόσμων.
Το 1204 καταλύεται προσωρινά η Βυζαντινή Αυτοκρατορία από τους Λατίνους και το
θρησκευτικό μένος εκδηλώνεται εναργέστατα με λεηλασίες και σφαγές στην
Κωνσταντινούπολη.
Μετά την παλινόρθωση του Βυζαντίου (1261) και μπροστά στον
ολοένα αναπτυσσόμενο κίνδυνο των Οθωμανών Τούρκων, στην ανατολή και στη δύση θα
κυριαρχήσει πιεστικά η ιδέα της ένωσης των δύο εκκλησιών. Κατά το δεύτερο
τέταρτο του 14ου αιώνα το κίνημα των «ησυχαστών» -που είναι συνήγοροι των
ελληνικών εθνικών ιδεών, με κύριο εκπρόσωπο τον Γρηγόριο Παλαμά, σε αντίθεση με
τον Βαρλαάμ, που κάνει προσηλυτισμό υπέρ των Λατίνων- θα ψυχράνει τις σχέσεις
ανατολής-δύσης.
H δυναστεία των Παλαιολόγων, προσβλέποντας σε μια ουτοπική
επεκτατική πολιτική, στρέφεται πάλι στην «αγία έδρα» για την ένωση των
εκκλησιών, φθάνοντας στο έσχατο σημείο ταπείνωσης o αυτοκράτορας Ιωάννης H' να
ασπαστεί τον καθολικισμό (1369). Οι ύστατες κινήσεις δεν καρποφορούν: το
Βυζάντιο προτιμά να εκτουρκιστεί, παρά να εκλατινιστεί.
Σε όλη την ιστορία της Αυτοκρατορίας ασκήθηκε κατά
διαστήματα επίδραση στη δύση από διάφορους δρόμους. Διαδόθηκαν οι βυζαντινές
ιδέες, η βυζαντινή τέχνη, το δίκαιο, η διοίκηση και προωθήθηκε η μελέτη των
ελληνικών γραμμάτων. H άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 προκάλεσε το
μεγαλύτερο πλήγμα στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Κατά τον 15ο αιώνα όμως, οι Λατίνοι
θα αναγνωρίσουν τα δώρα του πολιτισμού των Βυζαντινών. H Αναγέννηση είναι
χρεώστης του Βυζαντίου.
Βυζάντιο και Τούρκοι: το τέλος
H ήττα στο Ματζικέρτ (1071) ανοίγει τις πύλες για μόνιμη
εγκατάσταση των Σελτζούκων και την οριστική παγίωση της τουρκικής κυριαρχίας
στη Μικρά Ασία. Οι Σελτζούκοι δέχονται μικρές επιδράσεις από το Βυζάντιο στον
ελάσσονα πολιτισμό τους. Οι Βυζαντινοί τον 13ο αιώνα αναλαμβάνουν επιχειρήσεις
προσηλυτισμού και αν δεν έρχονταν οι Οθωμανοί να τους ξαναδώσουν ζωή, μπορεί οι
Σελτζούκοι να είχαν γίνει χριστιανοί υπήκοοι.
Στη διάρκεια του 14ου αιώνα, επί δυναστείας των Παλαιολόγων,
μπροστά στην εφιαλτική απειλή των Οθωμανών Τούρκων, ξεκινούν διαπραγματεύσεις
με τη δύση για την ένωση των δύο εκκλησιών με σκοπό τον κοινό αγώνα για τη
σωτηρία της χριστιανοσύνης. Οι «ενωτικοί» και οι «ανθενωτικοί» προκαλούν
αναστατώσεις στην Κωνσταντινούπολη και o ελληνισμός, με την καθοδήγηση της
εκκλησίας, θα προσπαθήσει να σώσει τις ορθόδοξες παραδόσεις του.
Οι Βυζαντινοί, βυθισμένοι στην εσχατολογική προσδοκία και
τυφλωμένοι από το αντιλατινικό μίσος, δεν είναι διατεθειμένοι να εξαγοράσουν
την ελευθερία τους με αντίτιμο την ορθόδοξη πίστη τους.
Στις 29 Μαΐου 1453 o πολιτισμός σαρώθηκε αμετάκλητα και η
Κωνσταντινούπολη, το κέντρο ενός κόσμου φωτός, γίνεται έδρα της θηριωδίας και
της αμάθειας. Από το Βυζάντιο οι Οθωμανοί πολύ λίγα πράγματα πήραν εκτός από
την πρωτεύουσα...
Βαθιά αίσθηση αποστολής
Συνάγεται λοιπόν το συμπέρασμα ότι η θρησκεία για τη
Βυζαντινή Αυτοκρατορία στην υπερχιλιετή ιστορία της λειτούργησε ως συνεκτικός
κρίκος στην υπεράσπιση των συμφερόντων του κράτους απέναντι στους εχθρούς του
αλλά και ως αποτελεσματικό όργανο πολιτισμικής αφομοίωσης των γειτονικών λαών.
O χριστιανισμός, στην ορθόδοξη εκδοχή του, καθόρισε τις εξωτερικές σχέσεις του
Βυζαντίου.
Κύριο μέλημα της Αυτοκρατορίας είναι η ενοποίηση του
πληθυσμού της μέσω της χριστιανικής πίστης, βασικό στοιχείο συνοχής της για να
αντιμετωπίσει τον μόνιμο κίνδυνο από την εθνική ανομοιογένεια.
Οι Βυζαντινοί, αντλώντας δυνάμεις από την ορθή πίστη τους,
θα χαρακτηρίσουν «ευγενείς» τους πολέμους που διεξάγουν για τη διάδοση ή την
επικράτηση της θρησκείας τους. Θα υπερασπιστούν με πάθος την ορθοδοξία απέναντι
σε κάθε εξωτερικό εχθρό και συν τω χρόνω η νέα βυζαντινή ιδεολογία που
διαμορφώνεται θα διεξάγει πολέμους όχι μόνο εναντίον των απίστων αλλά και
εναντίον άλλων χριστιανών, γιατί απλά αυτοί οι χριστιανοί αμφισβητούν την πίστη
που αντιπροσωπεύει το Bυζάντιο.
Θεωρείται επιβεβλημένο να τονιστεί ιδιαίτερα η τεράστια
προσφορά του Βυζαντίου στον παγκόσμιο πολιτισμό με τη μετάγγιση πνεύματος και
θεσμών. H Βυζαντινή Αυτοκρατορία συντήρησε μια βαθιά αίσθηση «αποστολής» -ότι
έπρεπε να περιφρουρήσει μια μεγάλη κληρονομιά και να μεταλαμπαδεύσει την παιδεία
του και το χριστιανικό ιδεώδες στον κόσμο των εθνών και των βαρβάρων.
Η Μαρίνα Μαραγκού είναι ιστορικός-ερευνήτρια
πηγη...ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου